Βρίσκεται στα γραφεία όλων –από στρατηγούς με τέσσερα αστέρια έως υπαξιωματικούς. Βρίσκεται στη λίστα με τα βιβλία που πρέπει να διαβαστούν σε όλες τις ακαδημίες των ενόπλων δυνάμεων στις ΗΠΑ. Το «Ghost Fleet» (Στόλος – Φάντασμα) είναι ένα μυθιστόρημα για έναν μελλοντικό παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο Κίνα και Ρωσία συνασπίζονται εναντίον των ΗΠΑ που είναι εφησυχασμένες. Ετσι, όπως γράφει το περιοδικό «Foreign Policy», το βιβλίο χρησιμοποιείται σε ασκήσεις και σεμινάρια σε βάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και ως παράδειγμα σε ενημερώσεις μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας στο Λευκό Οίκο.

Σε μια περίοδο κατά την οποία στρατιωτικοί διοικητές και αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών ανησυχούν για τη διατήρηση της αμερικανικής τεχνολογικής πρωτοπορίας έναντι αναδυόμενων μεγάλων αντιπάλων –κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στην πρόσφατη ετήσια έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών για την Κίνα –το βιβλίο φαίνεται να προκαλεί συζητήσεις ακόμα και μέσα στο Πεντάγωνο. Το «Ghost Fleet» δημοσιεύεται τη σωστή στιγμή: έπειτα από 15 χρόνια εμπλοκής σε πολέμους εναντίον ευέλικτων αντάρτικων ομάδων που διαθέτουν βόμβες που έφτιαξαν σπίτια τους, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις επιθυμούν να επιστρέψουν σε πιο παραδοσιακές συγκρούσεις και αναρωτιούνται πώς να αντιμετωπίσουν παλαιούς αντιπάλους που διαθέτουν νέα όπλα υψηλής τεχνολογίας.

Εχοντας βασιστεί στα θρίλερ του Τομ Κλάνσι τα οποία έγιναν διάσημα παγκοσμίως στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ο συγγραφέας του βιβλίου μάς μεταφέρει από το Διάστημα, όπου το Πεκίνο εξουδετερώνει το αμερικανικό δίκτυο δορυφόρων, στο κυβερνοδιάστημα, όπου κινέζοι ψηφιακοί πολεμιστές εισβάλλουν σε ευαίσθητα αμερικανικά δίκτυα μέσω του τηλεφώνου ενός κηπουρού στα κεντρικά γραφεία των μυστικών υπηρεσιών και από εκεί στην Ιαπωνία, όπου ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα σκάφη πραγματοποιούν αεροπορική επίθεση στις αμερικανικές βάσεις στην Οκινάουα.

Ο γεωπολιτικός καμβάς της ιστορίας είναι αδρός, όμως η ουσία, ο λόγος δηλαδή για τον οποίο στρατιωτικοί όλων των βαθμίδων δεν μπορούν να αφήσουν το βιβλίο από τα χέρια τους είναι άλλος. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, γράφει, το ΚΚ Κίνας έχει εκδιωχθεί από την εξουσία έπειτα από βίαιη καταστολή της εξέγερσης εργαζομένων στις πόλεις. Ενα «διευθυντήριο» αξιωματικών του στρατού και μεγαλοεπιχειρηματιών εξαπολύει, τότε, επίθεση στη Χαβάη –με λίγη βοήθεια από τη Ρωσία –ώστε να εξασφαλίσει τον έλεγχο ενός πολύτιμου κοιτάσματος φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκε στα βάθη του Ειρηνικού, στην Τάφρο των Μαριάνων. Τα αμερικανικά στρατεύματα που έχουν μείνει στη Χαβάη, η οποία βρίσκεται πλέον υπό κατοχή, αντιγράφουν τους πρώην εχθρούς τους σε Αφγανιστάν και Ιράκ και για να αποκρούσουν τα ρομποτικά όπλα με τα οποία τους γίνεται επίθεση οργανώνονται σε αντάρτικο και τοποθετούν βόμβες και στήνουν ενέδρες.

Εκείνο που φαίνεται να βρίσκει απήχηση σε στρατιώτες, κατασκόπους, ακαδημαϊκούς στις ΗΠΑ και αλλού είναι η διάδραση νέων και παλιών όπλων, ο τρόπος με τον οποίο τα στρατεύματα αντιδρούν σε αυτά και πώς ουσιαστικά η εξέλιξη της δράσης φέρνει την επανάσταση στον τρόπο οργάνωσης πολέμων. Το βιβλίο περιγράφει κυρίως το πώς η νέα τεχνολογία που υιοθετείται στις ένοπλες δυνάμεις μπορεί να αφήσει τη χώρα ευάλωτη σε όλο και πιο ικανούς εχθρούς.

Το βιβλίο αναδεικνύει «τα πιθανά τρωτά σημεία του τρόπου με τον οποίο δομούμε τις ένοπλες δυνάμεις σήμερα, και το τι πρέπει να προσέχουμε», λέει ο στρατηγός Ρόμπερτ Νέλερ, διοικητής του σώματος των πεζοναυτών και φανατικός αναγνώστης του βιβλίου.

Οι δημόσιες εκκλήσεις

Την ώρα που στο βιβλίο ένας εκκεντρικός μεγιστάνας της Σίλικον Βάλεϊ σπεύδει να βοηθήσει την πολεμική προσπάθεια των ΗΠΑ, ο υπουργός Αμυνας Αστον Κάρτερ έχει κάνει δημόσιες εκκλήσεις σε τεχνολογικές εταιρείες να συνεργαστούν με το Πεντάγωνο σε κοινά σχέδια.