Στα δίχτυα της ύφεσης, του υψηλού πληθωρισμού και του μεγαλύτερου ελλείμματος του προϋπολογισμού στην ιστορία της βρίσκεται η Βραζιλία. Και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη νέα κυβέρνηση που θα ορκίσει οσονούπω ο Μισέλ Τεμέρ.

Κι όμως, μόλις πριν από μια δεκαετία η Βραζιλία θεωρούνταν μια από τις πιο δυναμικές και ανερχόμενες οικονομίες στον κόσμο, με την κυβέρνηση του Λούλα ντα Σίλβα να έχει ολοκληρώσει στην πρώτη θητεία της μια μακροοικονομική προσαρμογή. Η σταθερότητα συνέπεσε με άνοδο των εξαγωγών και αύξηση της κατανάλωσης από τη μεσαία τάξη που διευρύνθηκε σημαντικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Βραζιλία εκείνης της περιόδου χαρακτηρίσθηκε ως χώρα στην οποία αξίζει κάποιος να κάνει επενδύσεις.

Στη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης η κυβέρνηση της Μπραζίλια προχώρησε σε αύξηση των δαπανών. Ετσι ξεπεράστηκε γρήγορα μια ελαφρά ύφεση και το 2010 εμφανίσθηκε η σημαντικότερη ανάπτυξη των τελευταίων 30 ετών. Ομως αυτό έβαλε και τον προϋπολογισμό της χώρας σε ένα μονοπάτι μη βιωσιμότητας. Ομως, η δυναμική τής οικονομίας βοήθησε τη Ρουσέφ να διαδεχθεί τον Λούλα που είχε ολοκληρώσει δύο θητείες στην προεδρία.

«Κατόπιν η κατάσταση επιδεινώθηκε εξαιρετικά γοργά με αποτέλεσμα να περιορισθεί η κατανάλωση, ενώ έγιναν μεγάλα λάθη πολιτικής από το 2012» εξηγεί ο Πάουλο Βιέιρα ντα Κούνια, πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας. Η Βραζιλία μείωσε πολύ τα επιτόκια, πιέζοντας τεχνητά τον πληθωρισμό και παραχωρώντας μεγάλες φορολογικές ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις – κάτι που όμως δεν διόρθωσε την κατάσταση. Οταν η κυβέρνηση άρχισε να επιτρέπει την αύξηση των τιμών ακόμα και προϊόντων που μέχρι τότε έλεγχε, το 2015, ο πληθωρισμός έφτασε σε διψήφιο ποσοστό. Το τέλος της χρονιάς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 2009, η Βραζιλία έγινε απωθητική για τους επενδυτές και οι επιχειρήσεις προχωρούσαν σε μαζικές απολύσεις.