Ο ρυθμός με τον οποίο πέφτουν οι δωρεές εκατομμυρίων από ιδιώτες στα μουσεία και τα μνημεία στον δυτικό κυρίως κόσμο θυμίζει εκείνον μιας δημοπρασίας για δυνατούς παίκτες. Τριάντα πέντε εκατ. ευρώ για το Κολοσσαίο, 75 εκατ. δολάρια για το Μουσείο Τεχνών του Λος Αντζελες, 100 εκατ. δολάρια για το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ στο Βικτωρίας και Αλβέρτου στο Λονδίνο και πολύ περισσότερα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σικάγου, την ώρα που διαρκώς προστίθενται νέα ποσά.

Με την πρώτη ματιά, η βροχή αυτή των εκατομμυρίων μπορεί να μη μοιάζει με είδηση, δεδομένου ότι τα ποσά που διακινούνται στην παγκόσμια τέχνη είναι υπέρογκα, ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για αγοραπωλησίες. Η αλλαγή όμως που παρατηρείται την τελευταία περίοδο έχει να κάνει με τη ροή κατεύθυνσης του χρήματος. Κι από εκεί που η σχέση μεταξύ δημόσιων μουσείων και συλλεκτών είχε περάσει μια βαθιά κρίση τα τελευταία 15 χρόνια, τώρα το κλίμα φαίνεται να αντιστρέφεται και η οικονομική ύφεση να φέρνει τις δυο πλευρές και πάλι πιο κοντά.

Την υψηλότερη δωρεά που έχει γίνει ποτέ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης –100 εκατ. δολάρια –και τη δεύτερη υψηλότερη που έχει δοθεί ώς τώρα σε μουσείο (η υψηλότερη ήταν του Λέοναρντ Λοντέρ ύψους 131 εκατ. δολαρίων στο Μουσείο Γουίτνι) έκανε ο κινηματογραφικός παραγωγός του Χόλιγουντ και συλλέκτης έργων τέχνης Ντέιβιντ Γκέφεν, ώστε το μουσείο να αποκτήσει τρεις ακόμη ορόφους και νέους εκθεσιακούς χώρους 4.650 τ.μ. Βαθιά το χέρι στην τσέπη έβαλε και η Ελέιν Γουίν –μία από τις μεγαλύτερες συλλέκτριες στον κόσμο –προσφέροντας 75 εκατ. δολάρια για την ανέγερση νέου κτιρίου του Μουσείου Τεχνών στο Λος Αντζελες, ενώ για το ίδιο εγχείρημα συνολικού κόστους 600 εκατ. δολαρίων ο αμερικανός δισεκατομμυριούχος

Α. Τζέρολντ Περένκιο υποσχέθηκε ακόμη 25 εκατ. δολάρια μαζί με τη συλλογή του που αποτελείται από 47 έργα κόστους 500 εκατ. δολαρίων, καθώς περιλαμβάνει έργα των Μονέ, Λεζέ και Μαγκρίτ. Για το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σικάγου, δε, περισσότεροι από 200 συλλέκτες διέθεσαν περί τα 4.000 έργα, ενώ κάλυψαν και μεγάλο μέρος του κόστους του κτιρίου, που εγκαινιάζεται στις 14 Μαΐου και άγγιξε τα 305 εκατ. δολάρια.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Λονδίνο, το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου θα δώσει το όνομα του δισεκατομμυριούχου Λέοναρντ Μπλαβάτνικ στην είσοδο της επέκτασής του, καθώς ο ουκρανικής καταγωγής με επενδύσεις στη Ρωσία επιχειρηματίας, ο οποίος πέρυσι βρισκόταν στην κορυφή των πλουσιότερων ανθρώπων της Βρετανίας, θα προσφέρει υψηλό αλλά αδιευκρίνιστο ποσό για το έργο επέκτασης με συνολικό κόστος 49,5 εκατ. στερλίνες.

Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗ. Πριν βεβαίως από τα μουσεία είχαν προηγηθεί πολλά μνημεία, των οποίων η συντήρηση είναι πολυδάπανη και η προσφορά ιδιωτικών κεφαλαίων ήταν ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτη, με το φαινόμενο να παίρνει τεράστιες διαστάσεις στην Ιταλία, όπου οι μεγάλοι οίκοι μόδας θέλησαν να συνδέσουν το όνομά τους με εμβληματικούς χώρους, με αποτέλεσμα ο οίκος Fendi να διαθέσει 2 εκατ. ευρώ για τη συντήρηση της διάσημης Φοντάνα ντι Τρέβι και ο οίκος Tods να προσφέρει 35 εκατ. ευρώ για το δύσκολο έργο της αναστήλωσης του Κολοσσαίου.

Το ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι τι άλλαξε και οι ιδιώτες αποφάσισαν να επιστρέψουν κοντά στα δημόσια μουσεία και να σώσουν τα μνημεία. Ερώτημα εύλογο αν αναλογιστεί κάποιος ότι δεν έχει περάσει καιρός από την εποχή που τα δημόσια μουσεία αντιμετώπιζαν με επιφυλακτικότητα τις προσφορές ιδιωτών, ξεχνώντας τις περισσότερες φορές ότι ξεκίνησαν έχοντας ως πυρήνα τους ιδιωτικές συλλογές και αφήνοντας πίσω τους τις εποχές που επεκτείνονταν είτε κτιριολογικά είτε ως προς το περιεχόμενό τους χάρη σε χορηγίες.

Χαρακτηριστική απόδειξη της επιφυλακτικότητας αυτής είναι το γεγονός ότι μεγάλες δωρεές έργων τέχνης απορρίφθηκαν, όπως εκείνη των 200 έργων που έκανε ο Τσαρλς Σάατσι το 2011 προς τη Βρετανία, ο οποίος είδε το Συμβούλιο Τεχνών να θέλει να πάρει μόνο τον ανθό, ενώ η Tate δεν έδειξε το ελάχιστο ενδιαφέρον.

Και το αποτέλεσμά της, μια «έκρηξη» ιδιωτικών μουσείων που επέτρεπαν στους συλλέκτες να κινηθούν με μεγαλύτερη ελευθερία, να αποκτούν δικούς τους χώρους ειδικά σχεδιασμένους για τη συλλογή τους, να βλέπουν το όνομά τους να βρίσκεται στη μαρκίζα κι όχι απλώς σε μια αίθουσα ή μια πτέρυγα, ενώ τα έργα τέχνης διακινούνταν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία χωρίς τη γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις του δημόσιου τομέα, γεγονός που επέτρεψε να γίνουν περισσότερες εκθέσεις.

Η βαθιά οικονομική ύφεση φαίνεται να αλλάζει τις ισορροπίες. Η στρόφιγγα των κρατικών επιχορηγήσεων σφίγγει ολοένα και περισσότερο, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατο τον εμπλουτισμό των συλλογών των δημόσιων μουσείων από αγορές και δημοπρασίες και δημιουργεί την ανάγκη για προσέγγιση των ιδιωτών. Οι συλλέκτες από την πλευρά τους, όσο κι αν αυτονομούνται, πάντοτε επιδιώκουν την καταξίωση και την επιβεβαίωση που προσφέρει ένα δημόσιο ίδρυμα. Κι η κατάσταση τελικά φαίνεται να ευνοεί τη συνένωση δυνάμεων που η προηγούμενη περίοδος της ευμάρειας είχε οδηγήσει στην αυτονόμηση, αν όχι στη διάσπασή τους. Το αν και οι δυο πλευρές έμαθαν από τα λάθη του παρελθόντος ή αν τώρα τελικά η πλάστιγγα αλλάξει ισορροπία και γείρει αυτή τη φορά προς την πλευρά των ιδιωτών, δεδομένου ότι τα δημόσια μουσεία ελλείψει χρημάτων θα γίνουν πιο ελαστικά από όσο επιτρέπει ο ρόλος τους στις παροχές τους προς τους συλλέκτες, δεν μένει παρά να το δείξει ο χρόνος.