«Αν γερνώ καλά, είναι γιατί ευνοήθηκα στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου. Σ’ αυτήν τη δεκαετία που «δένει» συνήθως ο καρπός. Ηρθα και προσάραξα στο μικρό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση. Κάθησα σ’ ένα γραφειάκι μεταλλικό δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στην Πανεπιστημίου, κάπνιζα, έπινα καφέδες και διάβαζα χειρόγραφα. Αλλά δεν ήταν ο καπνός, οι καφέδες και τα χειρόγραφα οι ευεργέτες. Ηταν η Νανά Καλλιανέση, η εκδότρια, και μερικοί από αυτούς που έρχονταν να την καλημερίσουν. Ανάμεσά τους, λαμπερή, γενναιόδωρη, αεικίνητη πάντα, η Διδώ Σωτηρίου. Η γυναίκα που με δίδαξε ότι μπορείς να ζεις σε μια γκαρσονιέρα και να αισθάνεσαι ότι ζεις σε παλάτι, η αγωνίστρια, η μαχόμενη δημοσιογράφος, η καταξιωμένη πεζογράφος, αλλά κυρίως για μένα ήταν αυτή που είχε γράψει τα «Ματωµένα χώµατα», ένα μυθιστόρημα που ουδέποτε μ’ εγκατέλειψε».

Η ωρίμαση

Με αυτόν τον τρόπο, η Μάρω Δούκα, στο νέο της βιβλίο «Τίποτα δεν χαρίζεται», προλογίζει σήμερα ένα παλιότερό της εξαιρετικό κείμενο για τα «Ματωμένα χώματα», δημοσιευμένο στη «Λέξη». Και είναι ο ίδιος τρόπος που χρησιμοποιεί σε όλο το βιβλίο για να δείξει, και το πετυχαίνει, ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς μια παράθεση δημοσιευμένων κειμένων του παρελθόντος σε εφημερίδες (κυρίως «ΤΑ ΝΕΑ») και περιοδικά (κυρίως τη «Λέξη»). Γιατί πράγματι, δεν είναι μόνο αυτό. Και γιατί, πράγματι, είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό.

Ισως ακριβώς γιατί ευτύχησε, νέο κορίτσι άρτι αφιχθέν από τα Χανιά, να ωριμάσει πνευματικά στην κοιτίδα ενός από τα σημαντικότερα σημεία συνάντησης και παραγωγής λόγου της μεταπολιτευτικής συγγραφικής Αθήνας, ίσως επίσης γιατί ευτύχησε να βλέπει τη γενναιοδωρία ενός Γιάννη Ρίτσου σε καθημερινή βάση, χωρίς αμφιβολία βέβαια και λόγω των δικών της ιδιαίτερων χαρακτηρολογικών στοιχείων –αφού τίποτα δεν αποκλείει και αντίθετες συμπεριφορές -, στάθηκε και εκείνη με τη σειρά της γενναιόδωρη απέναντι σε ανθρώπους που ένιωθε ότι την αφορούσαν βαθύτερα. Και δεν αρνήθηκε κατά καιρούς, όταν της ζητούσαν ένα κείμενο ή μια ομιλία, και εφόσον αισθανόταν ότι είχε κάτι να πει, να συμβάλει με τις δικές της δυνάμεις σε αφιερώματα ή εκδηλώσεις μνήμης για σημαντικές μορφές των γραμμάτων μας.

Τα ενδιαφέροντά της

Οπως λοιπόν έκανε και στο «Ο πεζογράφος και το πιθάρι του», που αφορούσε κείμενα της δεκαετίας του ’80, έτσι και εδώ, στο «Τίποτα δεν χαρίζεται», με κείμενα γραμμένα από το 1992 έως το 2005, η Μάρω Δούκα επιλέγει ένα σώμα κειμένων για συγγραφείς και βιβλία που την επηρέασαν ή θεωρεί σημαντικά. Αλλά εδώ πια, πολύ περισσότερο από τον «Πεζογράφο», το πράγμα παίρνει διαστάσεις σχεδόν προγραμματικές. Διπλό σε όγκο, το βιβλίο παρουσιάζει στην ουσία ολόκληρη την πινακοθήκη των συγγραφέων και ποιητών που την επηρέασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και επειδή δεν έχει συμπεριλάβει, φυσικά, όλα τα διαθέσιμα κείμενά της, είναι και μια επιλογή που θέλει να δείξει ποιοι συγγραφείς ή ποια βιβλία, κατά τη γνώμη της, αντέχουν στον χρόνο. Ενας λόγος που αυτό δεν έγινε νωρίτερα είναι, ίσως, ότι όταν έγραφε το «Ο πεζογράφος και το πιθάρι» του, κάποιοι ήταν ακόμα εν ζωή. Ενας άλλος, ότι τη δεκαετία του ’90, καθιερωμένη και ώριμη πεζογράφος στα μάτια όλων πια, μπορούσε όχι μόνο να διαλέγει για ποιους και για ποια βιβλία τους θα γράψει, αυτό το έκανε ούτως ή άλλως, αλλά και να σκέφτεται, σε ένα βαθμό, με βάση ένα συγγραφικό σχέδιο ζωής. Είναι λοιπόν ευχής έργον για τον σημερινό ή αυριανό μελετητή του έργου της ότι διαθέτει ένα σώμα κειμένων που δείχνουν ακριβώς τον χάρτη των ενδιαφερόντων της, όπως εκείνη τον έχει σχεδιάσει. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι αυτή ακριβώς την εποχή, σε έναν άλλο –συλλογικό –τόμο που κυκλοφόρησε στην Αγγλία και στον οποίο έχουμε αναφερθεί ήδη στο «Βιβλιοδρόμιο», το «Critical Times, Critical Thoughts», έγραψε με αναλυτικό τρόπο, για κάθε δικό της αυτή τη φορά βιβλίο χωριστά, τι την οδήγησε στο να το γράψει.

Θέλοντας με άλλα λόγια να κάνει μια ανακεφαλαίωση και έναν πρώτο απολογισμό τής μέχρι τώρα πορείας της, μας παραθέτει μέσα σε διάστημα λίγων μηνών δύο πηγές, πολύτιμες τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους μελετητές, που δείχνουν και τις συγγραφικές της προθέσεις αλλά και τις βασικές αναφορές της κυρίως στην ελληνική γραμματεία.

Οι οφειλές

Στο δεύτερο αυτό σκέλος του «απολογισμού» που είναι πρώτα και κύρια απότιση φόρου τιμής σε εκείνους προς τους οποίους έχει οφειλές, στο βιβλίο λοιπόν «Τίποτα δεν χαρίζεται», υπάρχουν αναλυτικά κείμενα για τον Διονύσιο Σολωμό και τον Γιάννη Ρίτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Γιάννη Κοντό, για τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Στρατή Τσίρκα, τον Δημήτρη Χατζή, τον Κώστα Ταχτσή, τη Διδώ Σωτηρίου, τον Παύλο Ζάννα (για το «Ημερολόγιο φυλακής»), τον Ανδρέα Φραγκιά, τον Γιώργο Ιωάννου. Από τη γενιά του ’30 παραθέτει κείμενό της μόνο για τον Καραγάτση. Και από τους εν ζωή ανθολογεί κείμενό της μόνο για τον Βασίλη Βασιλικό.

Σε κάποιο κείμενό της λέει πάλι ότι σκέφτεται συχνά (χωρίς όμως εδώ να γράφει αναλυτικότερα) τον Αρη Νικολαΐδη, τον Στρατή Δούκα, τον Γιάννη Σκαρίμπα, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, την Καίη Τσιτσέλη, τον Γιάννη Νεγρεπόντη, τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Μάριο Χάκκα, τον Πέτρο Αμπατζόγλου, την Τατιάνα Μιλλιέξ, τον Μιχάλη Κατσαρό.

Κριτική προσέγγιση

Προφανώς δεν πρόκειται για απόλυτα λεπτομερή χαρτογράφηση. Αλλωστε, από τακτ, αποφεύγει να μιλήσει για ζώντες συγγραφείς –με τη μοναδική εξαίρεση του Βασιλικού που ανήκει στην προηγούμενη γενιά. Ούτως ή άλλως, όμως, το ενδιαφέρον του βιβλίου δεν επικεντρώνεται μόνο σε αυτό. Οταν μιλάει για συγκεκριμένα βιβλία ή κείμενα, είναι σαν να δίνει ένα μάθημα κριτικής προσέγγισης με τη ματιά του συγγραφέα: το κάνει για τα «Ματωμένα χώματα», για το διήγημα του Στρατή Τσίρκα «Οι λούστροι του Αγίου Κωνσταντίνου», για το «Ημερολόγιο φυλακής» του Παύλου Ζάννα, για το τρίπτυχο «Το φύλλο –Το πηγάδι –Τ’ αγγέλιασμα» του Βασίλη Βασιλικού. Οταν μιλάει για συγγραφείς γενικά, κάνει πλήθος παρατηρήσεων υψηλής ευαισθησίας για το έργο τους αλλά συχνά και για τους ίδιους, εφόσον τους γνώρισε, φιλοτεχνώντας τους πολύ ενδιαφέροντα πορτρέτα. Τόσο, που να σκέφτεται κανείς πως όταν θα διαβάζει έναν από τους προαναφερθέντες συγγραφείς, θα είναι καλό να ανατρέχει και στο βιβλίο αυτό, να βλέπει τι λέει η Μάρω Δούκα για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Ενδιαμέσως, η συγγραφέας παρέχει πλήθος πληροφοριών, όπως λ.χ. όταν λέει, περίπου, ότι χωρίς τον Ρίτσο μπορεί και να μην υπήρχε το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου που τόλμησε να μιλήσει για το άδειο πουκάμισο ενός μεγάλου ιδεολογικού αγώνα της Αριστεράς. Γιατί ο Αλεξάνδρου ήταν διστακτικός πολύ και χρειάστηκε «σπρώξιμο» από τον (κομμουνιστή!) Ρίτσο για να το βγάλει: «Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί ότι με τις συμβουλές, και με την ενθάρρυνση κυρίως, του Ρίτσου ο Αρης Αλεξάνδρου κατάφερε να «οργανώσει» και να εκδώσει επιτέλους το εμβληματικό «Κιβώτιό» του;» λέει χαρακτηριστικά η Μάρω Δούκα.

Πολύ ενδιαφέρον έχουν και τα εισαγωγικά της σημειώματα πριν από κάθε κείμενο. Δύο με τρεις σελίδες, συνήθως, γραμμένες σήμερα, που δίνουν το κλίμα της εποχής που γράφονταν τα κείμενα αυτά. Ετσι, μαζί με τα ίδια τα αφιερωματικά κείμενα, περνά διυλισμένο με τη ματιά τού σήμερα το κλίμα της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000: από την υστερία με τους αλβανούς μετανάστες μέχρι την υπόθεση Οτζαλάν και από τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας μέχρι την ΟΝΕ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Και όμως. Παρ’ όλες τις απώλειες, τις κακουχίες, τα πένθη, το ένα πάνω και μέσα στ’ άλλο, το 2004 θα είναι μια καλή, ευφρόσυνη, αποβλακωτική, χαζοχαρούμενη, φάε, πιες και σκάσε, χρονιά για όλους μας» γράφει.

Μάρω Δούκα

Τίποτα δεν χαρίζεται

Εκδ. Πατάκη, 2016, Σελ. 344

Τιμή: 17,60 ευρώ