Αν το βιβλίο «Ευρωκομμουνισμός» εκδιδόταν πριν από μερικά χρόνια, θα είχε τη δυναμική και τη σημασία του αλλά πολιτικά δεν θα ήταν και απόλυτα επίκαιρο. Το ιστορικό ρεύμα, η «τροπικότητα του σοβιετικού κομμουνισμού» κατά Φιρέ, είχε χάσει την όποια κεντρικότητά του στις χώρες που παραδοσιακά συγκροτήθηκε. Δηλαδή σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία. Στην Ελλάδα, ο αντίστοιχος πόλος παρέμενε στη σκιά της ηγεμονικής σοσιαλδημοκρατίας ή του «Ακραίου Κέντρου». Και επίσης στη σκιά του ορθόδοξου ΚΚΕ που συνέχιζε να αρμέγει τις παραδόσεις του Εμφυλίου και του μεταπολεμικού κατατρεγμού. Το εδώ ΚΚΕ εσωτερικού και η εν μέρει μετεξέλιξή του (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ), με όλες τις αντιφάσεις του εγχειρήματος, παρέμενε και λίγο πριν από τον κρότο του πρώτου Μνημονίου μια μειοψηφική δύναμη. Η κρίση αστισμού, η ταξική δυσαρέσκεια, η αποδόμηση του παλιού πολιτικού συστήματος, ο Τσίπρας ως πρόσωπο συνέτειναν να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνιστώσες του δοχείο θυμού και τον μετασχημάτισαν στη νέα ηγεμονική δύναμη. Τον Ιανουάριο του 2015, μέρος του πάλαι ποτέ ευρωκομμουνιστικού ρεύματος πήρε το τιμόνι της διακυβέρνησης στη χώρα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία. Με μια ανάποδη πορεία από τη Δυτική Ευρώπη, η Αριστερά σε αυτή την εκδοχή έγινε κυβερνώσα. Το βιβλίο «Ευρωκομμουνισμός» σήμερα αποκτά μια συναρπαστική επικαιρότητα. Και αυτό αφού η επεξεργασμένη διατριβή του 36χρονου διδάκτορα Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννη Μπαλαμπανίδη ανατρέχει με συγκριτικό και γλαφυρό τρόπο στις μεγάλες στιγμές και την κληρονομιά εστιάζοντας στα ΚΚ τριών χωρών (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας) και βέβαια στην περίπτωση του ΚΚΕ εσωτερικού, καρπού του σχίσματος στην Αριστερά του 1968. Επικαιρότητα ίσως περισσότερο προς τα ερωτήματα που μπαίνουν. «Ανακρίναμε» τον νέο επιστήμονα και συγγραφέα Γιάννη Μπαλαμπανίδη με άξονα το ιστορικό ρεύμα και την αναπόφευκτη απομυθοποίησή του που επέφεραν η κυβερνητική του εμπλοκή και η διαχείριση του καπιταλισμού σε συνθήκες κρίσης.

Σε ποιο τοπίο εκδηλώνεται η δημοκρατική μετάβαση των τεσσάρων κομμάτων που εξετάζετε και άρα υπό μία έννοια του συνόλου του ευρωκομμουνισμού ως ρεύματος στη Δυτική Ευρώπη τη δεκαετία ’60-’70;

Η αποφασιστική προσχώρηση στα θεμελιώδη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αμετάκλητη ακόμη για τη σημερινή μετακομμουνιστική ευρωπαϊκή Αριστερά, συντελέστηκε στο τοπίο του διπολικού ψυχροπολεμικού κόσμου. Στα περιθώρια ελευθερίας του οποίου ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα διεκδίκησαν μαζική εθνική απήχηση σε ισχυρές χώρες του δυτικού μπλοκ –εξού και τέθηκε πιεστικά το ερώτημα: «Είναι συμβατό ένα κομμουνιστικό κόμμα με τους θεσμούς της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας;». Η ευρωκομμουνιστική απάντηση αναμετρήθηκε με τον ιδρυτικό στον μαρξισμό μετεωρισμό ανάμεσα σε μια προοπτική καταστροφής του καπιταλιστικού κράτους και μια οπτική αξιοποίησης των δημοκρατικών θεσμών στην πορεία προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Επιλέγοντας τη δεύτερη, οι ευρωκομμουνιστές δεν απέρριπταν απλώς τα αντιφιλελεύθερα και αντιπλουραλιστικά στοιχεία των σοβιετικών λαϊκών δημοκρατιών, αλλά εμφανίζονταν ως πρωτοπόροι της δημοκρατικής αναζωογόνησης, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ιταλία του χριστιανοδημοκρατικού «malgoverno» («κακή διακυβέρνηση»), στη Γαλλία του παρωχημένου γκολισμού, στην Ισπανία και την Ελλάδα που απελευθερώνονταν από μακρόχρονους ζυγούς ανελευθερίας. Ηταν μια εξαιρετική στιγμή όπου η κομμουνιστική Αριστερά ενσωμάτωνε οργανικά τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού.

Οι πυροκροτητές των μετασχηματισμών

Ξεχωρίζετε και διακρίνετε με ένταση και σχολαστικότητα τα γεγονότα σε Ανατολική και Δυτική Ευρώπη ως πυροκροτητές των μετασχηματισμών και στα ΚΚ ή στο εσωτερικό του ευρωκομμουνιστικού – κομμουνιστικού ρεύματος. Το ’68 φαίνεται πως έχει δύο όψεις: τον Μάη σχηματικά από τη μια, την Τσεχοσλοβακία από την άλλη. Πώς μετασχηματίζονται τα τέσσερα ευρωκομμουνιστικά κόμματα, το καθένα με τη σειρά του, μέσα σε αυτό το δίπολο των ρωγμών;

Μια συμβατική γενέθλια στιγμή του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος είναι το «παγκόσμιο 1968». Η «ανατολική» όψη του, η καταστολή της Ανοιξης της Πράγας, ήταν καθοριστικό ορόσημο σε μια πορεία σταδιακής αποδέσμευσης από το σοβιετικό βαρυτικό πεδίο. Ωστόσο, θεωρώ πιο καταλυτικό το «δυτικό» ’68, όταν εξεγέρθηκαν όχι η εργατική τάξη, όπως θα ήθελε –ας πούμε –το γαλλικό ΚΚ, αλλά τα «παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα» (Γκοντάρ). Εξέγερση ρομαντική, που αναδείκνυε νέα μετα-υλιστικά διακυβεύματα και πεδία χειραφέτησης (σεξουαλικότητα, εξατομίκευση, οικολογία, αντιπολεμικό κίνημα), ανανέωνε την ιδέα της ουτοπίας στη Δύση, γύριζε την πλάτη στο όλο και λιγότερο θελκτικό σοβιετικό πρότυπο λοξοκοιτώντας προς επαναστατικές εμπειρίες στην Κίνα ή τη Λατινική Αμερική. Το big bang της Νέας Αριστεράς αποσταθεροποιούσε τα ΚΚ, που όμως γρήγορα προσέγγισαν την αναδυόμενη εσωτερική κριτική της καπιταλιστικής Δύσης και αυτοσυστήθηκαν ως προνομιακοί διαμεσολαβητές της (το γαλλικό PCF από τον Δεκέμβριο κιόλας του 1968, με το «Μανιφέστο του Σαμπινί»). Χαράζοντας όμως σαφή όρια απέναντι στην υπερ-επαναστατική ρητορική της αυθόρμητης εξέγερσης και διακηρύσσοντας ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι ένας αγώνας εντός των δημοκρατικών (κρατικών) θεσμών και όχι μια έφοδος απέξω.

Γράφετε πως το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το μοναδικό από όσα εξετάζετε (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία) «στο οποίο η διαδικασία μετάβασης δεν συντελέστηκε με τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον ελεγχόμενο αλλά εξετράπη στην ανοιχτή ρήξη». Η διάσπαση ολοκληρώθηκε στη 12η Ολομέλεια τον Φεβρουάριο του 1968. Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το παράδοξο της ελληνικής εξαίρεσης σε σχέση με το υπόλοιπο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα; Καθορίζει αυτό τη μετέπειτα πορεία του εδώ κόμματος;

Για τους έλληνες κομμουνιστές το ’68 δεν είναι μια στιγμή ανανέωσης αλλά υπαρξιακής κρίσης. Το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας περνούσε ετεροχρονισμένα τη μεταβατική φάση που το PCI, το PCF, το PCE στην Ισπανία του Φράνκο είχαν περάσει από το 1956 (αποσταλινοποίηση) έως την τομή του 1968 με ελεγχόμενες αναταράξεις. Μόνο που εδώ το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα προέκυψε όχι ως μετεξέλιξη αλλά με τη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Δεν ήταν η πρώτη εκδήλωση της ελληνικής ανορθογραφίας. Μεταπολεμικά, οι ιταλοί κομμουνιστές επικαλούνταν την τραγική εμπλοκή των Ελλήνων στην ένοπλη διαμάχη (την «prospettiva Greca») ως παράδειγμα προς αποφυγή για το ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό (τη «via Italiana»). Και αργότερα, η μεταβατική φάση ανανέωσης κόμματος και ηγεσίας συντελέστηκε υπό τη σκιά του σοβιετικού κέντρου, με παρέμβαση του οποίου ολοκληρώθηκε στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1957) η καθαίρεση της ταυτισμένης με τη σταλινική περίοδο ηγεσίας Ζαχαριάδη.

Αυτή η προϊστορία και η ατελέσφορη διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας στο διασπασμένο πια κομμουνιστικό κίνημα άφηναν τα ίχνη τους στη μεταπολιτευτική αμφιταλάντευση του ΚΚΕ εσωτερικού ανάμεσα στη διεκδίκηση μιας παραδοσιακής κομμουνιστικής ταυτότητας και στην υπέρβασή της.

Η μεταπολιτευτική κουλτούρα

Εχω την αίσθηση πως το εδώ ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και οι αστερισμοί του συνυπήρχαν για δεκαετίες με δύο αξιοσημείωτους πόλους: το ηγεμονικό παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και το ορθόδοξο ΚΚΕ. Πώς πέρασαν οι εδώ ευρωκομμουνιστές από τις συμπληγάδες και κατόρθωσαν έστω και με ασθενή τρόπο να αρθρώσουν λόγο και πρόγραμμα;

Ακριβώς η ρήξη με τη σοβιετική κηδεμονία και η αποφασιστική σύγκλιση με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα επέτρεπε ή ανάγκαζε τους έλληνες «ανανεωτές» να διαμορφώσουν ένα προφίλ πέρα από τον αντιδυτικό λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό του ΠΑΣΟΚ, τον πολιτικό εξτρεμισμό της Νέας Αριστεράς ή τον συντηρητικό δογματισμό του ΚΚΕ.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτός ο ιδιόμορφος δρόμος συνετρίβη μέσα στην πολωμένη μεταπολιτευτική πολιτική κουλτούρα. Κι ωστόσο, η εμβέλειά του υπήρξε πολύ ευρύτερη από τα εκλογικά ποσοστά, αποτύπωμα ανιχνεύσιμο και σήμερα σε περισσότερους από έναν πολιτικούς χώρους.

Συστατικά της φυσιογνωμικής καινοτομίας ήταν η αναζήτηση μιας πρωτότυπης θεωρητικής σκευής που αντλούσε από τον δυτικό μαρξισμό (αξίζει να αναζητήσει κανείς τους τόμους των συνεδρίων που διοργανώνει στις αρχές του ’80 το Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών)· μια απόπειρα μετασχηματισμού του κόμματος σε «αστερισμό» πολιτικών και κινηματικών δρώντων· μια φιλοδοξία θεσμικού εκσυγχρονισμού όπως αποτυπώθηκε λ.χ. στο αντι-σχέδιο Συντάγματος που παρουσίασε το 1975 στη Βουλή (δημοκρατικός έλεγχος και πλουραλισμός στα ΜΜΕ, αγώγιμο δικαίωμα στην εργασία, πλήρης εξίσωση ανδρών και γυναικών, χωρισμός κράτους – Εκκλησίας)· ένας μεταρρυθμιστικός δρόμος «εθνικού δημοκρατικού προγραμματισμού» πέραν του Κρατισμού και της ελεύθερης αγοράς κι ένας ορίζοντας πολιτικής εμβάθυνσης της ΕΟΚ σε φεντεραλιστική κατεύθυνση.

ΣΥΡΙΖΑ

Eνα ελληνικό πολιτικό φαινόμενο υπό διαμόρφωση

Κόμματα όπως το PCI που κατάφεραν να αρθρώσουν κυβερνητικό πρόγραμμα και να πάρουν την εξουσία σήμερα σχεδόν εξαφανίστηκαν. Κόμματα όπως το ΚΚΕ εσωτερικού και οι άνθρωποί του, προάγγελος ή και προλογική συνιστώσα του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα είναι υπουργοί. Αλήθεια, ποιο μέρος του ελληνικού ευρωκομμουνισμού κυβερνάει σήμερα την Ελλάδα; Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχεια της ευρωκομμουνιστικής στιγμής ή κάτι απόλυτα καινούργιο και υβριδικό;

Το λαμπερό PCI δεν εξαφανίστηκε αλλά μετασχηματίστηκε σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Στην Ελλάδα έχουμε μια αντίστροφη πορεία: ο ΣΥΡΙΖΑ, απόγονος του μικρού ΚΚΕ εσωτερικού, κατέκτησε την εξουσία. Είναι προκλητικό το ερώτημα τι απομένει από την κληρονομιά της κομμουνιστικής ανανέωσης, καθώς οι κληρονόμοι της είναι σήμερα διάσπαρτοι στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε κόμματα της αντιπολίτευσης – και από την αλλοτινή ευρωκομμουνιστική σύνθεση «αγώνας και διακυβέρνηση» μοιάζει να απομένει αλλού ένας ριζοσπαστισμός χωρίς μεταρρυθμιστική πνοή κι αλλού ένα πρόταγμα μεταρρυθμίσεων χωρίς γείωση στο κοινωνικό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάντως, όπως συνολικά η μετακομμουνιστική ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, είναι ένα πολιτικό φαινόμενο υπό διαμόρφωση: κινηματική διαμαρτυρία αλλά και εδραιωμένος μεταρρυθμισμός, αντισυστημική ταξική ή άλλοτε λαϊκιστική ρητορική, σκεπτικισμός απέναντι σε υπερεθνικές ολοκληρώσεις αλλά και αγκύρωση στο έδαφος της Ευρώπης.

Αυτή η υβριδική φυσιογνωμία έρχεται αντιμέτωπη, όχι μόνο στην Ελλάδα, με το κεντρικό ερώτημα που επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αντιμετώπισαν οι ευρωκομμουνιστές: τη συνάρθρωση του κοινωνικού ριζοσπαστισμού με τους καταναγκασμούς της διακυβέρνησης. Αν ο ευρωκομμουνισμός έχει κάποια «επικαιρότητα», είναι μάλλον για τα ερωτήματα που έθεσε παρά για τις απαντήσεις που έδωσε. Δεν προσφέρεται για να ανασύρουμε συνταγές από τα μαγειρεία του παρελθόντος, αλλά ίσως για να διαβάσουμε καλύτερα το αντιφατικό σήμερα υπό το φως ενός όχι πολύ μακρινού παρελθόντος.