Ο Αλέξης Πανσέληνος μας έχει συνηθίσει σε πολυσέλιδα μυθιστορήματα που πραγματεύονται στο φόντο τους μεγάλα θέματα, κοινωνικά, πολιτικά, ιστορικά, στο πλαίσιο πάντα της εξερεύνησης της ανθρώπινης φύσης. Ανάλογα με την έκδοση, σπάνια πέφτουν κάτω από τις 450 σελίδες, ενώ έχουν φτάσει και τις 650. Γι’ αυτό και εκδίδει σχετικά αραιά, έχοντας δημοσιεύσει από το 1982 που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα (με τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες με σκύλους») πέντε «μόνο» μυθιστορήματα.

Με αυτή την έννοια αποτελεί μάλλον έκπληξη η έκδοση, σε λίγες μέρες, ενός μικρού μυθιστορήματος, εκτεταμένης νουβέλας ίσως, των 180 σελίδων. Ομως θα μπορούσε κανείς να σημειώσει ότι αυτή η σμίκρυνση έρχεται να συμβαδίσει κατά κάποιον τρόπο με το ίδιο του το θέμα, που είναι η συρρίκνωση του χώρου ελευθερίας του καθημερινού ανθρώπου στη σημερινή συνθήκη της κρίσης, η άμυνα απέναντι σε όσα συμβαίνουν, το κατενάτσιο και ο περιορισμός μας στη μεγάλη περιοχή –για να το πούμε ποδοσφαιρικά –μπροστά στην επέλαση μιας αντίπαλης ομάδας που βομβαρδίζει την πλάτη, την κοιλιά, το κεφάλι με ισχυρά σουτ –φόρους και περικοπές –και με την ελπίδα για ξαφνική αντεπίθεση και γκολ να απομακρύνεται όλο και περισσότερο.

Οπερ μεθερμηνευόμενον θα μπορούσε να είναι η ίδια η οικονομική συγκυρία που επιβάλλει σε εκδότες και συγγραφείς να είναι λακωνικότεροι για να είναι και φτηνότεροι. Ισως πάλι, όμως, να είναι η βαθύτερη ψυχολογική πλευρά της κρίσης που το επιβάλλει. Που έχει ανάγκη ένα είδος ανταρτοπολέμου μέχρι να καταλάβει κανείς τι γίνεται και από πού του ‘ρχεται ή, για να καταφύγουμε και πάλι στα σπορ, έχει ανάγκη τη σωφροσύνη ενός μποξέρ που αντιμετωπίζει ισχυρότερους αντιπάλους και προσπαθεί να αποφεύγει τα χτυπήματα καταφέρνοντας, αν βρει ευκαιρία, και ένα δικό του.

Ολα αυτά για να πούμε ότι ο ήρωας του Αλέξη Πανσέληνου είναι ό,τι φιλειρηνικότερο υπάρχει, λέγεται Ευγένιος, όνομα και πράγμα, και έχει αυτοπεριοριστεί χωρίς να βαρυγκωμά και πολύ. Και για να πούμε, επίσης, ότι αυτό το μικρό μυθιστόρημα είναι δεν είναι τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από μια γερή γροθιά στο στομάχι. Ο Ευγένιος, λοιπόν, ένας πρώην δημόσιος υπάλληλος με αριστοκρατικούς τρόπους και αγάπη για τη λογοτεχνία, μένει Ασκληπιού και Σμολένσκυ, στο κέντρο της Αθήνας. Ο πρόωρα πεθαμένος πατέρας του, που χάρη σε μια πολιτική φιλία τον έβαλε στο Δημόσιο, ήταν γιατρός στο ΚΑΤ και ταυτόχρονα ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε. Η μητέρα του, που μικρή ήταν όμορφη και τσιλιμπούρδιζε, έμπλεξε με κάποιον χαρτοπαίκτη, χώρισε και έχασε και την κοινωνική της θέση και τα πολλά της χρήματα. Από την οδό Σουηδίας στο Κολωνάκι «ξέπεσε», μόνη, σε δυάρι στην Ασκληπιού. Οταν πήρε διαζύγιο, ο Ευγένιος, που έφυγε πρόωρα από το Δημόσιο για να γίνει συγγραφέας και μεταφραστής, έμεινε μαζί της. Για την ακρίβεια, σε μια πράξη εξιλέωσης, η μητέρα του αγόρασε και το διπλανό δυάρι, έριξαν τον ενδιάμεσο τοίχο και τον αντικατέστησαν με πόρτα, ώστε παρ’ όλα αυτά να έχουν την ανεξαρτησία τους. Τώρα πια που η μητέρα έχει πεθάνει και ο Ευγένιος ζει μόνος, με μια μετρημένη ζωή, λιγοστούς φίλους, πενιχρή σύνταξη, κακοπληρωμένες μεταφράσεις και απλήρωτους λογαριασμούς, αποφασίζει να ξαναχωρίσει το σπίτι και να νοικιάσει το δεύτερο δυάρι, χωρίς όμως να ξαναχτίσει τον τοίχο. Οπότε η ενδιάμεση πόρτα γίνεται η «Κρυφή πόρτα» του τίτλου του μυθιστορήματος. Η πόρτα που γίνεται ταυτόχρονα περιέργεια, πειρασμός, πόθος, μια πόρτα προς τη ζωή και προς τον όλεθρο, αλλά και πόρτα προς ένα ξεχασμένο, «κρυφό» παρελθόν. Το διαμέρισμα το νοικιάζει μια όμορφη εικοσιπεντάχρονη κοπέλα, με λίγο παράξενη ζωή, που σιγά σιγά στοιχειώνει τις νύχτες τού μέχρι τότε αυτάρκους Ευγένιου. Η συνέχεια περιέχει ανατροπές, δράματα και μυστικά και το βιβλίο ολοκληρώνεται με την αποκάλυψή τους. Κάλλιστα θα μπορούσε να υπάρχει και συνέχεια, να παρακολουθήσουμε δηλαδή την αντίδραση του Ευγένιου στα νέα δεδομένα, τη διαχείριση του δράματος, αλλά ο Αλέξης Πανσέληνος τα αφήνει αυτά στο σκοτάδι. Προτιμά να μας αφήσει με την αίσθηση της γροθιάς στο στομάχι και με την εντύπωση πως όσο και καλά αν φυλάγεσαι από τις κακοτοπιές, όταν είσαι συνεχώς σε άμυνα και φροντίζεις μόνο να παίρνεις προφυλάξεις, από κάπου θα σου έρθει, χωρίς να το περιμένεις, ένα απρόσμενο τελειωτικό χτύπημα που θα σε βγάλει νοκάουτ.

Αυτό ισχύει τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, κάτι που φαίνεται καθαρά καθώς παρακολουθούμε μαζί με την παρακμή του Ευγένιου την παράλληλη παρακμή της γειτονιάς και της πόλης του. Το μυθιστόρημα παρ’ όλα αυτά δεν αποπνέει απαισιοδοξία, η ζωή τρέχει με τους περιορισμούς της, αλλά και με τον υψηλό αισθησιασμό του σκηνικού του διαμερίσματος, τα διλήμματα ενός μεσήλικου που, έχοντας ξεχάσει τι σημαίνει έρωτας, ερωτεύεται μια πιτσιρίκα –το επάγγελμα της οποίας, σε συμβολικό και ηθικό επίπεδο, δείχνει ακριβώς τις ακραίες όψεις που μπορούν να πάρουν τα διλήμματα αυτά. Και ταυτόχρονα υπάρχει και το εξωτερικό σκηνικό: τα μπριζολάκια του Τέλη, ο καφές στο Φλοράλ ή απέναντι, στους Αιγύπτιους με τον ναργιλέ. Δεν πρόκειται μόνο για ντεκόρ, η Αθήνα γίνεται μέρος του μύθου, και η ιστορία σε τραβάει να τη διαβάσεις διαμιάς. Ο Αλέξης Πανσέληνος, πάντα ευαίσθητος δέκτης των συμβαινόντων και στιβαρός σχολιαστής τους, φτιάχνει με υλικά πένθους μια αναγνωστική απόλαυση.

Απόσπασμα

«Η καρδιά του χτυπούσε άταχτα»

«Από τη μέρα εκείνη ο Ευγένιος κατάλαβε πως η ζωή του άλλαξε. Εμεινε άυπνος σχεδόν όλο το βράδυ. Ο ύπνος τον πήρε καθώς έπιανε να χαράζει και ο Λυκαβηττός είχε αποκτήσει ένα ανοιχτό μπλε φόντο που όλο ξάνοιγε με την ώρα. Οταν σηκώθηκε, κατά τις δέκα, το κεφάλι του ήταν βαρύ και η ζέστη μπούκαρε από τα ανοιχτά παράθυρα. Κατέβασε τις τέντες και έριξε νερό στο μωσαϊκό για να δροσίσει. Η καρδιά του χτυπούσε άταχτα. Αρχικά νόμιζε πως ήταν από την ταλαιπωρία της αϋπνίας. Αλλά η εικόνα της στην πολυθρόνα, εχθές, τον στοίχειωνε τόσο επίμονα που αναγκάστηκε να το παραδεχτεί: η παρουσία της Μαρίας Καϊμάκη στο δυτικό διαμέρισμα τον είχε αναστατώσει. Δεν ήταν περίεργο ένας άντρας στην ηλικία του να μαγευτεί από μια γυναίκα νεότερη, τόσο νεότερη, όπως όλες όσες βλέπεις στο μετρό ή στην παραλία. Ομως η νοικάρισσα ήταν εδώ, πλάι του. Ενας τοίχος από μονό τούβλο τους χώριζε και μια κρυφή πόρτα ανοχύρωτη και από τις δυο πλευρές. Ηθελε μόλις ένα ελαφρύ σπρώξιμο με τον ώμο και η μπίλια που είχε για γλωσσίδι θα γύριζε και χωρίς τον παραμικρό θόρυβο… θα έμπαινε στο σαλόνι της».

Αλέξης Πανσέληνος

Η κρυφή πόρτα

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 184

Τιμή: 11 ευρώ

Το βιβλίο κυκλοφορεί στις

24 Φεβρουαρίου