Στην τελευταία τους μονομαχία πριν ξεκινήσει η διαδικασία στην Αϊόβα για το ποιος θα είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για το Λευκό Οίκο, η Χίλαρι Κλίντον και ο Μπέρνι Σάντερς συγκρούστηκαν στα πεδία του συστήματος περίθαλψης, τις πολιτικές για την Γουόλ Στριτ και το ζήτημα της οπλοκατοχής.

Η Κλίντον θέλησε να παρουσιαστεί «στο πνεύμα της πολιτικής Ομπάμα», προσπαθώντας να μην αποξενώσει τους πιο «ριζοσπάστες» ψηφοφόρους που κλίνουν προς τον Σάντερς.

Στο ντιμπέιτ υπήρχαν τρεις υποψήφιοι -τρίτος ήταν ο Μάρτιν Ο’ Μάλεϊ, που θεωρείται πλέον ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες- αλλά η διαδικασία έγινε γρήγορα μονομαχία μεταξύ Κλίντον και Σάντερς.

Οι υψηλοί τόνοι κατά σημεία θεωρούνται ανάλογοι της δημοσκοπικής ενίσχυσης του Σάντερς.

Ο Σάντερς είχε παρουσιάσει, λίγο πριν το ντιμπέιτ, πρότασή του για «πραγματικά καθολικό σύστημα ασφάλισης» – η μεταρρύθμιση του Ομπάμα στην υγεία ήταν ο πιο «εμπρηστικός» φάκελος στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ κατά τις δύο του θητείες.

Η Χίλαρι Κλίντον επιτέθηκε στον ανθυποψήφιό της εγείροντας ερωτηματικά για τις προτάσεις του στο ασφαλιστικό, όπως και για τις θέσεις τους στο ζήτημα της πολιτικής για την Γουόλ Στριτ και τα όπλα – κρατώντας πάντως σχετικά χαμηλότερους τόνους από ό,τι προηγουμένως, οπότε και ανοικτά του είχε επιρρίψει αλλαγή πολιτικών θέσεων.

Από την πλευρά του, ο Σάντερς αντεπιτέθηκε σημείο προς σημείο, θέλοντας να παρουσιάσει την Κλίντον υπέρμαχο του «συνεχίζουμε όπως έχει», θέλοντας επίσης να σχηματίσει τη δική του εικόνα ως αντιδιαστολή μίας Χίλαρι που παίρνει «εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για ομιλίες της από τράπεζες της Γουόλ Στριτ».

«Εγώ δεν παίρνω λεφτά από μεγάλες τράπεζες, δεν πληρώνει τις ομιλίες μου η Goldman Sachs» είπε ο Σάντερς.