Ο Σεφέρης δεν κατανοούσε την εμμονή των συγχρόνων του με την «ελληνικότητα», τουλάχιστον όπως αυτή εκφραζόταν στην αρχιτεκτονική των κτιρίων της Ακαδημίας: μια μίμηση βορειοευρωπαϊκού ρυθμού. Είναι μια καίρια τοποθετημένη ψηφίδα στο ένα από τα 24 δοκίμια του τόμου «Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία». «Ο Ελληνισμός στη ζωή και το έργο του Σεφέρη», μάλιστα, μαζί με τα άλλα δύο κείμενα που αφορούν τον νομπελίστα αποδεικνύονται από τα πλέον «έγκυρα» της συλλογής λόγω της εξειδικευμένης ενασχόλησης του νεοελληνιστή Μπίτον με το έργο του σπουδαίου ποιητή.

Παρότι το κεντρικό ζητούμενο της έκδοσης είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης του νεότερου Ελληνισμού, ο Μπίτον αφηγείται μια διαδικασία με πολλές διακλαδώσεις.

Η εκκίνηση είναι η δημώδης ελληνική λογοτεχνία του δωδέκατου αιώνα (από το έπος του Διγενή Ακρίτη μέχρι τις σάτιρες του Θεόδωρου Προδρόμου και τις μυθιστορίες), ενώ τα επτά δοκίμια του δεύτερου μέρους αφορούν τον 19ο αιώνα, την περίοδο που διαμόρφωσε την Ελλάδα σε έθνος-κράτος. Αν ο Ρήγας αποδίδει το δικαίωμα της υπηκοότητας με κριτήριο τη γλώσσα, ο Κοραής αποδίδει τον όρο «Ελληνες» μόνο στους αρχαίους (οι σύγχρονοί του, ως γνωστόν, είναι οι «Γραικοί»).

Από εδώ και μία ακόμη ιστορική λεπτομέρεια: ο Νικόλαος Πολίτης φέρεται ως ο εμπνευστής του πρώτου γνωστού διαγωνισμού για ένα «ελληνικό διήγημα», ο οποίος θεωρείται η αρχή της ηθογραφίας.

Οι αναβιώσεις της «ελληνικότητας» και η επεξεργασία της ιδέας του έθνους από τον μοντερνισμό συνιστούν το περιεχόμενο του τρίτου μέρους, όπου ο Μπίτον επικαλείται την «ειρωνική γλώσσα» του Καβάφη, τον μινωικό πολιτισμό στο έργο του Καζαντζάκη («Η Κρήτη ως σύνθεση της αρχαίας Ελλάδας και της Ανατολής»), τον «ένδοξο βυζαντινισμό» της γενιάς του ’30, τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου και την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο τόμος ολοκληρώνεται με ένα δοκίμιο για τη μεταμοντέρνα εκδοχή της εθνικής ιστορίας στα μυθιστορήματα της Ρέας Γαλανάκη, το μόνο που δημοσιεύεται για πρώτη φορά, ενώ τα προηγούμενα έχουν φιλοξενηθεί σε αγγλικές επιθεωρήσεις και ελληνικές ή αγγλικές εκδόσεις.
Ρήγας Βελεστινλής, Σολωμός και Κάλβος είναι διαφορετικές προτάσεις για τη διαμόρφωση της «εθνικής ταυτότητας». Εσείς τονίζετε ότι έχει επικρατήσει εκείνη του Κάλβου που προϋποθέτει τη μίμηση της αρχαιότητας. Κατά πόσον έχουν επηρεαστεί οι μεταγενέστεροι ποιητές από το παράδειγμά του;
Κατ’ αρχάς, ο Ρήγας διαφέρει ριζικά από όλους τους κατοπινούς, εφόσον το όραμά του για μια «Ελληνική Δημοκρατία» δεν έχει χαρακτήρα εθνικό. Σύμφωνα με την προκήρυξη του Ρήγα, ακόμα και αν ζει κανείς «και εις τους αντίποδας» μπορεί να γίνει υπήκοος της Δημοκρατίας, φτάνει να ασπασθεί τα ιδανικά της και μάθει την ελληνική γλώσσα.

Ως προς το δεύτερο μέρος της ερώτησης, όχι, οι μεταγενέστεροι ποιητές δεν ακολούθησαν το παράδειγμα του Κάλβου, στο σημείο που και οι τρεις αρνήθηκαν τη στάση της ξερής «μίμησης» των αρχαίων, ενώ με διαφορετικούς τρόπους πρότειναν, απεναντίας, ότι η ποιητική δημιουργία πρέπει να βασιστεί σε αυτό που αποκαλεί ο Σεφέρης το «πρώτο σπέρμα» –το πνεύμα, αν θέλετε, και όχι το γράμμα, της αρχαιότητας. Ωστόσο, κανένας δημιουργός της εποχής του ελληνικού κράτους, όσο ξέρω, δεν αποκήρυξε την αρχαία κληρονομιά –για λόγους αυτονόητους μεν, αλλά που αξίζει να τους διερευνήσει κανείς πιο συστηματικά.

Γιατί η γενιά του ’30 έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία της «ελληνικότητας»; Εξαιτίας των νέων ιστορικών συνθηκών (Μικρασιατική Καταστροφή) ή και λόγω της «απειλής» του σουρεαλισμού;

Για τη λεγόμενη γενιά του ’30 έχει γράψει διεξοδικά ο Δημήτρης Τζιόβας στον «Μύθο της Γενιάς του Τριάντα» (Πόλις, 2011) και βασικά δεν διαφωνώ μαζί του. Πρόκειται πράγματι για «κρίσιμη καμπή» μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Τότε θεωρήθηκε από όλους τους προοδευτικούς ότι χρειαζόταν να επανεκτιμηθεί ριζικά το τι εστί Ελληνισμός μετά την πτώση της Μεγάλης Ιδέας –αυτός είναι ο λόγος γιατί κατά την εποχή εκείνη δεσπόζει η ρητορική μιας λανθάνουσας «ελληνικότητας». Ας τονίσω εδώ ότι συμμερίζομαι την άποψη του Γιώργου Σεφέρη (στο κεφάλαιο 21 του δικού μου τόμου) ότι η «ελληνικότητα» είναι αφηρημένη έννοια χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Προτιμώ να μιλήσω είτε για «Ελληνισμό» –η προτίμηση του Σεφέρη –είτε για «εθνική συνείδηση» ή «εθνική ταυτότητα».

Η σύγκρουση για την «ελληνικότητα» είναι και μια σύγκρουση μεταξύ προοδευτικών, όπως είπατε, και συντηρητικών δημιουργών;

Η επιμονή στον όρο «ελληνικότητα» μυρίζει λίγο Δεξιά, συμφωνώ –και ας μην ξεχνά τη ρητορική του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» του δικτάτορα Μεταξά. Ωστόσο η αναζήτηση μιας συλλογικής ταυτότητας που θα είναι ταυτόχρονα και ελληνική και εκσυγχρονισμένη διατρέχει όλη τη δημιουργική παραγωγή της εποχής (μπορεί και μέχρι σήμερα, και ας μην αφήσουμε έξω τις εικαστικές τέχνες και τη μουσική). Ο Βάρναλης π.χ. μπορεί να μη διατυμπανίζει την «ελληνικότητα» όπως ο φιλόσοφος της Κεντροδεξιάς Κωνσταντίνος Τσάτσος, όμως «Το φως που καίει» (1922/1933), είναι ελληνικότατο ποίημα, ενώ ο Ρίτσος το 1947 τελειώνει τη «Ρωμιοσύνη».

Οι αναφορές στον Ελύτη είναι λιγοστές και αυτό ίσως δημιουργεί μια λάθος εντύπωση.
Εχετε δίκιο, και είναι γεγονός, παρότι επί τρεις δεκαετίες κάνω μάθημα «Το άξιον εστί», ότι δεν έτυχε να γράψω μελέτη αφιερωμένη στο έργο του. Είναι μοναδική και δύσκολη περίπτωση και πάντα με προβληματίζει το αμετάφραστο του Ελύτη. Μια ποίηση που εμποτίζεται σε τέτοιο βαθμό από τη γλωσσική ευφυΐα του ποιητή δύσκολα αναλύεται με τις μεθόδους της κριτικής ή της θεωρίας, έχεις την αίσθηση ότι δεν έχεις σχέση, καλύτερα να σιωπάς, να μην πεις τίποτα. Ενα είδος σεβασμού, αν θέλετε.

Ο Καζαντζάκης έγραψε το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», αλλά στην αγγλική μετάφραση έμεινε ως «Ζορμπάς ο Ελληνας». Συνδέεται κάτι τέτοιο με την προβολή της «ελληνικότητας» στο εξωτερικό;

Κοιτάξτε, το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1946 στα ελληνικά. Ο καινούργιος τίτλος εμφανίζεται σε ξένες μεταφράσεις που έγιναν γύρω στα 1950, προφανώς στο πλαίσιο της εκστρατείας εκ μέρους των φίλων του συγγραφέα να τον φέρουν στο προσκήνιο για το Νομπέλ. Μετά, το 1964, η αγγλόφωνη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι με τον καινούργιο τίτλο, σφράγισε τον ρόλο του Ζορμπά ως στερεοτύπου του Ελληνα για όλο τον κόσμο. Πάντως ο ήρωας του Καζαντζάκη, στο μυθιστόρημα, δεν περιγράφεται τόσο ως «Ελληνας», αφού η ιδιοσυγκρασία του Ζορμπά περισσότερο ενσωματώνει διάφορες εμμονές του ίδιου του Καζαντζάκη.

Ο Γιώργος Βελουδής έχει καταγράψει τις περιπτώσεις 22 ποιητών που χαρακτηρίστηκαν «εθνικοί», πέραν του Σολωμού. Συμφωνείτε με αυτό τον πληθωρισμό;

Ούτε που το ήξερα! Εθνικός ποιητής για μένα με την παραδομένη (μπορεί και τετριμμένη) έννοια είναι ο Σολωμός, με τον Κάλβο σε δευτερεύοντα ρόλο. Με άλλη έννοια, δηλαδή όσον αφορά την εποχή του, μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο και για τον Παλαμά. Αλλά για ποιον άλλο; Τον Καβάφη; –προς Θεού! Ωστόσο, για να σοβαρολογούμε, ποιος έλληνας ποιητής από το 1821 και μετά δεν εκφράζει –ή δεν προβληματίζεται από –ακριβώς αυτή την «ιδέα του έθνους»,που είναι και ο τίτλος της μελέτης μου; Η εθνική ταυτότητα παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην ελληνική γραμματεία, πιστεύω, από ό,τι στη γαλλική, στην αγγλική ή στην αμερικανική –ενώ σε αυτό το σημείο η ιρλανδική μοιάζει πολύ περισσότερο με την ελληνική.
Νεοελληνική Ιστορία

Σεφέρης και Τζόις στο ίδιο μάθημα

Ο Ρόντρικ Μπίτον είναι καθηγητής στην Εδρα Κοραή Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου και από το 2012 διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του ίδιου ιδρύματος. Εχει κυκλοφορήσει πέντε βιβλία για τη νεοελληνική λογοτεχνία, τη βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη «Περιμένοντας τον Αγγελο» (Ωκεανίδα, 2003), ενώ έχει μεταφράσει αποσπάσματα από τις «Μέρες» του νομπελίστα (A Levant Journal, 2007) καθώς και το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Αρχαία σκουριά». Εχει συνεισφέρει σε συλλογικές μελέτες, όπως η «Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα», επίσης των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (με το σημείωμα «Ελληνικός μοντερνισμός 1900 – 1930: πριν από το ξεκίνημα»). Αυτές τις ημέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη η μελέτη «Ο πόλεμος του Μπάιρον:Ρομαντική εξέγερση, Ελληνική Επανάσταση», ενώ από την Αιώρα θα κυκλοφορήσει, σε δίγλωσση έκδοση, επιλογή από τα ποιήματα του Σεφέρη με αγγλική μετάφραση και εισαγωγή δική του.

Πόσοι φοιτητές παρακολουθούν μαθήματα Νεοελληνικής Ιστορίας στο King’s College; Παρατηρείτε πτώση ή αύξηση του ενδιαφέροντος;

Τα προγράμματα σπουδών τα αφιερωμένα στα νεοελληνικά έφθιναν τα τελευταία χρόνια, σχεδόν φυτοζωούν και τώρα εκεί όπου ακόμα υπάρχουν. Ωστόσο, εντελώς απρόσμενα, αυξήθηκε θεαματικά η ζήτηση για μαθήματαπου εντάσσονται σε διάφορα προγράμματα όπως Συγκριτική Λογοτεχνία, Κλασικές Σπουδές, Ιστορία, Ελεύθερες Τέχνες. Το περιεχόμενο είναι νεοελληνικό αλλά πάντοτε σε σχέση με ευρύτερους προβληματισμούς. Φέτος, για παράδειγμα, κάνω ένα μάθημα με θέμα τον αρχαίο μύθο και τη νεότερη λογοτεχνία, όπου μαζί με συγγραφείς παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Τζέιμς Τζόις και ο Τ.Σ. Ελιοτ οι φοιτητές διαβάζουν Σεφέρη, Καζαντζάκη και Ρίτσο –και έχω πάνω από 70 εγγραφές. Αλλο μάθημα που κάνω φέτος έχει θέμα τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους-κράτους ως «παραδειγματικής περίπτωσης» στην ιστορία και τη θεωρία των εθνών και του εθνικισμού.

Με ποιους συγγραφείς αισθάνεστε πιο άνετα;

Αισθάνομαι κάτι σαν οικειότητα με το έργο και την προσωπικότητα του Σεφέρη όπως και του Καζαντζάκη. Μερικοί συγγραφείς της καθαρευουσιάνικης παράδοσης με γοητεύουν, όπως ο Α.Ρ. Ραγκαβής, ο Ροΐδης, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός και μερικοί νεότεροι που τους ακολούθησαν (εν μέρει, τουλάχιστον): ο Εμπειρίκος, ο Γιατρομανωλάκης. Το να μελετήσεις το έργο ενός συγγραφέα δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι τρέφεις ιδιαίτερη συμπάθεια ή το αντίστροφο (η περίπτωση του Ελύτη που ήδη αναφέραμε). Φτάνει ο… οίστρος ή, να το πούμε αλλιώτικα, η περιέργεια ή απλώς η συνάφεια με το θέμα. Τόσο τον Κοραή όσο και τον Ψυχάρη τους βρίσκω δογματικούς, αλλά δεν μπορείς να μελετήσεις την «ιδέα του έθνους» χωρίς να συνδιαλέγεσαι με τους πρωταγωνιστές του γλωσσικού ζητήματος, το οποίο βέβαια υπήρξε πάντοτε και ζήτημα εθνικό.
Μεταμοντέρνο

«Ο κρητικός Μανόλης είναι και Ισμαήλ»

Πώς προκύπτει η ανατροπή της καθιερωμένης ιστοριογραφίας που εντοπίζετε στον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» της Ρέας Γαλανάκη;

Στο βιβλίο ο ήρωας δεν παύει ποτέ του να είναι Κρητικός, ό,τι και να κάνει στην άλλη ζωή του, την οθωμανική. Αλλά ο εκπρόσωπος αυτός της κρητικής ιθαγένειας δεν μπορεί να διαγράψει από τον εαυτό του κανένα επεισόδιο από έναν «βίο» που δεν συμφιλιώνεται με αυτόν της παιδικής ηλικίας. Η «επιστροφή» που αποδεικνύεται στο τέλος ανέφικτη, όπως και η λαχτάρα γι’ αυτήν (η «νοσταλγία»), γίνεται θανάσιμη, δεν είναι μόνο του ατόμου του Ισμαήλ/Μανόλη, αλλά κατ’ επέκταση ολόκληρου του Ελληνισμού. Ο κρητικός Μανόλης είναικαιΙσμαήλ, με τα οθωμανικά αξιώματα του Φερίκ και του πασά. Ακριβώς όπως δεν μπορεί με τίποτε να εξαλειφθεί η οθωμανική υπόσταση του ήρωα, υποτίθεται ότι δεν μπορεί να εξαλειφθεί ούτε η οθωμανική περίοδος της ιστορίας του Ελληνισμού. Μέσα από τις τεχνοτροπίες του μεταμοντερνισμού της εποχής ο «Βίος», με τον «μύθο»του ατομικού ήρωα,θέτει υπό αμφισβήτηση την καθιερωμένη ιστοριογραφία ολόκληρου του έθνους.

Roderick Beaton

Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία

Μτφ. Ελένη Πιπίνη, Πόπη Νοτιά

Επιμέλεια: Ειρήνη Λυδάκη

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, Σελ. 523

Τιμή: 25 ευρώ