«Θέλω να προσθέσω αμέσως, πρώτα για τους ξένους αναγνώστες που δεν ξέρουν τι είναι ο μποζάς, αλλά και για τους τούρκους αναγνώστες των επόμενων γενεών… ότι είναι ένα παραδοσιακό ασιατικό ρόφημα που παρασκευάζεται από βρασμένο κεχρί, είναι πηχτό, μυρίζει όμορφα, έχει μουντό κιτρινωπό χρώμα και περιέχει λίγο αλκοόλ». Δεν είναι η μόνη φορά που ο συγγραφέας θα δώσει οδηγίες χρήσεως για το μυθιστόρημά του, ούτε η τελευταία που θα απευθυνθεί στον «όμοιο και αδελφό» του αναγνώστη.

Με τον τρόπο του ο Παμούκ υπερασπίζεται έναν ξεχασμένο αλλά απολύτως προσωπικό κόσμο. Εκεί όπου οι μποζατζήδες πουλάνε το παχύρρευστο αναψυκτικό τους, η πόλη των 13 εκατομμυρίων αναπολεί την παλιά ψυχή της και τα χαμίνια της Ανατολίας πρέπει να ξεχάσουν το χωριό τους για να βρουν μια θέση στον ήλιο της Ιστανμπούλ.

Για τη νεότερη ερωτική επιστολή προς την πόλη του ο Παμούκ επιστράτευσε αυτή τη φορά δεκάδες αφηγητές (τεχνική που είχε εφαρμόσει σε μικρότερη κλίμακα στο «Με λένε Κόκκινο») και δεκάδες κεφάλαια. Από τον Σεπτέμβριο του 1968 ώς την ενηλικίωση του κεντρικού ήρωα Μεβλούτ Καρατάς και την τελική συμφιλίωση με την πόλη (το 2012), το «Κάτι παράξενο στο νου μου» μοιάζει με μια μεγάλη σπονδυλωτή συνέντευξη. Η λέξη δεν είναι τυχαία: ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ομολογήσει ότι χρειάστηκε να καταφύγει στις μαρτυρίες παλιών επαγγελματιών και κατοίκων της Κωνσταντινούπολης για να αποδώσει το ύφος μιας μεγαλούπολης που συνεχώς άλλαζε.

Ο Μεβλούτ είναι πωλητής μποζά, αλλά ο Παμούκ δεν είναι πωλητής νοσταλγίας. Τουλάχιστον όχι με τη μονοδιάστατη –και τουριστική –έννοια του όρου. Η δική του Ιστανμπούλ διακλαδώνεται συνεχώς, χάνεται μέσα στους προβολείς του λιμανιού και τα σοκάκια της διαφθοράς, φωσφορίζει όταν την αντικρίζει κανείς από τη θάλασσα. Αλλά όχι σαν ένα σουβενίρ για δυτικούς αναγνώστες. Είναι ένας φόβος που ο νομπελίστας συγγραφέας έχει προλάβει να ομολογήσει στον εαυτό του: «Ο Μεβλούτ δεν διέκρινε αμέσως τις διαστάσεις της μεγάλης αυτής αλλαγής… κι ούτε λυπόταν, όπως κάποιοι άλλοι, επειδή η Πόλη άλλαζε. Αντίθετα πάντοτε ήθελε να συμπορεύεται με την τεράστια αυτή αλλαγή».

Με την αλλαγή αυτή είναι ταυτισμένη και η ιστορία της πολυπρόσωπης Τουρκίας, η οποία διεκδικεί το δικό της μερίδιο μέσα στο μυθιστόρημα. Αν οι κάτοικοι της βαθιάς Ανατολής γίνονται για πρώτη φορά πρωταγωνιστές σε μυθιστόρημα του Παμούκ, αυτό συμβαίνει στην πρώτη «πολιτική» κατάθεσή του μετά το «Χιόνι» (2002). Μέσα από τις φωνές των ηρώων και των ηρωίδων αναβιώνουν σαν σε συλλογική ανάμνηση οι παράλληλες διαδρομές της μεγάλης ιστορίας και του προσωπικού βίου. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, η πρωθυπουργία της Τσιλέρ και η σύγκρουση παράδοσης – μοντερνισμού από τη μια πλευρά. Η κυριαρχία της τηλεόρασης επί του ραδιοφώνου, η σκόνη γάλακτος που η UNICEF μοιράζει στα φτωχά σχολεία, η ύπαρξη αλκοόλ ή μη στον μποζά από την άλλη. Ο φόβος ενός εφήβου να αυνανιστεί στο διπλανό δωμάτιο και ένα φευγαλέο γυναικείο βλέμμα σε έναν παραδοσιακό γάμο (ο Παμούκ τοποθετεί τα σεξουαλικά ήθη στην αρένα της νεωτερικότητας και των συμβάσεων).

Μπροστά στο «κισμέτ»

Ο συγγραφέας δεν μοιράζει λύσεις για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η πατρίδα του. Κατανοεί τους ήρωές του όταν δακρύζουν μπροστά στην έπαρση της σημαίας και αφουγκράζεται τις βαθύτερες ανησυχίες τους όταν το σκάνδαλο με τη διανομή κρατικού ηλεκτρικού ρεύματος παίρνει εγκληματικές διαστάσεις. Οι μποζατζήδες του, οι μάστορες και οι οικοδόμοι πορεύονται ανυποψίαστοι στα σοκάκια –και στα νεκροταφεία –της πόλης. Οσο και αν η επινοητικότητα και η εργατικότητά τους το απομακρύνουν, ο συγγραφέας τούς φέρνει κάποτε αντιμέτωπους με το «κισμέτ». Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εναλλάσσουν τη δημόσια με την ιδιωτική τους περσόνα, προσπαθώντας να ανακουφίσουν το τραύμα της οθωμανικής «πτώσης». «Γεφύρωσες τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουν και σε αυτό που λένε δημόσια οι άνθρωποι» λέει σε μια από τις φράσεις – κλειδιά ο Φερχάτ στον Μεβλούτ. «Βρήκες τη λύση στο μυστήριο αυτού του λαού». Η ζωή του μικρόκοσμου μοιάζει συχνά σαν μια παραξενιά που έχουν άλλοι –η Ευρώπη; –στο μυαλό τους.

Ολο το μυθιστόρημα, εξάλλου, βασίζεται σε μια παρεξήγηση που αφορά την απαγωγή της Ραχιγά από τον Μεβλούτ (άλλα spoiler δεν επιτρέπονται). Οι ηρωίδες του βιβλίου αγωνίζονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο να αποτινάξουν την παρεξήγηση σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Μπορεί το 1968 να μένουν εγκλωβισμένες στον σοφρά των χωρικών, αλλά πολύ γρήγορα θα αποκτήσουν αυτονομία κινώντας τα νήματα που μπουρδουκλώνουν τα αγόρια – άντρες της ιστορίας. Σαν χειρονομία αγάπης στις ηρωίδες του ο Παμούκ βάζει τον Αμπντουραχμάν εφέντη, εκπρόσωπο της παραδοσιακής Τουρκίας, να φωνάξει στον επίδοξο γαμπρό Κορκούτ: «Το όμορφό μου ΚΟΡΙΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΡΟΠΟ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ» (τα κεφαλαία στο πρωτότυπο). Και μόνο για λόγους σεβασμού προς τον αναγνώστη δεν μπορεί κανείς να αποκαλύψει τον καταληκτικό μονόλογο του Μεβλούτ.

Μπαλζάκ και Ντίκενς

Τα κρυπτογραφημένα μηνύματα για τη σχέση του Παμούκ με τη δυτική λογοτεχνία δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το μυθιστόρημα. Η πολυπρόσωπη αφήγηση χρωστάει –από παλιά –στον Μπαλζάκ, οι σκηνές γάμου στον Τολστόι και η ανάδυση της πολυπλόκαμης πόλης στον Ντίκενς. Αν ο «Ζοφερός οίκος» ξεκινάει με τη σουρεαλιστική εικόνα ενός μεγαλόσαυρου που κινείται μέσα στην ομίχλη, η «Παραξενιά» του Παμούκ ολοκληρώνεται με τη δική του Ιστανμπούλ μέσα σε μια θάλασσα από ουρανοξύστες, ένα «κουβάρι από φώτα» και «νύχτες που τα σύννεφα μαζεύονταν χαμηλά πάνω από την πόλη κι αντανακλούσαν φως λεμονί». Ακόμη και ο υπότιτλος του βιβλίου, όμως, είναι μια αναφορά στο πικαρέσκο μυθιστόρημα του 17ου και 18ου αιώνα, σαν να επρόκειτο για τον «Δον Κιχώτη» ή τον έκθετο Τομ Τζόουνς: «Η ζωή, οι περιπέτειες, τα όνειρα του Μεβλούτ Καρατάς, πλανόδιου μικροπωλητή μποζά, η ιστορία των φίλων του και ένα πορτρέτο της Ιστανμπούλ από το 1969 έως το 2012, όπως το είδαν πολλοί άνθρωποι».

Πριν και πάνω απ’ όλα για τον Παμούκ μετράει η αφήγηση. Μια παραξενιά του προσωπικού ύφους, δηλαδή, που έχει τη δύναμη να χτίσει τον κόσμο απ’ την αρχή. Ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τη φράση του τίτλου τουλάχιστον τέσσερις φορές μέσα στο βιβλίο, υπενθυμίζοντας τη μοναδικότητα και τη μοναχικότητα του ήρωά του μέσα σε έναν κόσμο ξένο. «Ο άνθρωπος στην πόλη μπορεί να είναι μόνος ακόμη και μέσα στο πλήθος, άλλωστε αυτό που κάνει μια πόλη πόλη είναι η δυνατότητα κάποιου να κρύβει μέσα στο πλήθος εκείνο το κάτι παράξενο στον νου του». Η παραξενιά αυτή, πάντως, στοιχειώνει περισσότερο και από τον Μεβλούτ τον δημιουργό του, που αυτοβιογραφείται μέσα από τα μυθιστορήματά του. «Οταν περπατούσε τις νύχτες στα σοκάκια της πόλης, είχε την αίσθηση ότι περπατούσε μέσα στο ίδιο του το μυαλό. Γι’ αυτό όταν μιλούσε με τους τοίχους, τα διαφημιστικά πανό, τις σκιές, τα παράξενα και μυστηριακά αντικείμενα που δεν ξεχώριζε στο σκοτάδι, νόμιζε πως μιλούσε με τον εαυτό του».

Παρά τις ιστορικές αναφορές και την αέναη κίνηση της μεγάλης ιστορίας, είναι οι ανάσες της Κωνσταντινούπολης, τα όνειρα και οι εφιάλτες των (αντι)ηρώων της που μοιάζουν αληθινές. Το κλειδί για την ακρίβεια της αφήγησης μας το έχει παραδώσει ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, άλλωστε, ήδη με την τελευταία πρόταση στο «Με λένε Κόκκινο» (Ωκεανίδα, 2002): «Δεν υπάρχει ψέμα που δεν θα το έλεγε για να κάνει την ιστορία του πιο ωραία και πιο πειστική».

Εκδήλωση

Ο Ορχάν Παμούκ θα δώσει διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Megaron Plus, την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου (ώρα 19.00). Θα ακολουθήσει συζήτηση. Συντονισμός: Εύη Κυριακοπούλου. Είσοδος ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας (θα διανέμονται στο κοινό από

τις 17.30)

Μια εκδοτική «παραξενιά»

Το «Κάτι παράξενο στο νου μου» είναι το δωδέκατο βιβλίο που εκδίδεται από την Ωκεανίδα (είχαν προηγηθεί το 1991 ο Ροδανός με μια πρώτη μετάφραση του «Λευκού κάστρου» και το 1994 ο Πατάκης με το «Σπίτι της σιωπής»). Η είσοδος του Παμούκ στην Ελλάδα έγινε διά της πλαγίας οδού, όπως αποκαλύπτει η εκδότρια της Ωκεανίδας Λουίζα Ζαούση: «Οταν ξεκίνησα τον εκδοτικό οίκο το 1986 μου ήρθε η έμπνευση, που λένε, να μάθω τουρκικά. Ηθελα από τότε να βγάλω συγγραφείς από τη γειτονική χώρα. Πήρα, λοιπόν, έναν δάσκαλο και τον ρώτησα ποιοι συγγραφείς κατά την άποψή του εκφράζουν το πρόσωπο της Τουρκίας. Αμέσως μου είπε για έναν νεαρό –τότε –λογοτέχνη, τον Ορχάν Παμούκ, που μόλις είχε κυκλοφορήσει στην Τουρκία το «Λευκό κάστρο». Το επόμενο διάστημα ήρθα σε επαφή μαζί του και τον ρώτησα αν θέλει να εκδοθεί στην Ελλάδα –φανταστείτε ότι δεν ήξερε την τύφλα του τότε για πνευματικά δικαιώματα. Εδωσα μάλιστα το βιβλίο για να το μεταφράσει μια νεαρή εξωτερική συνεργάτις, αλλά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό».

Η ανατροπή έρχεται με την κυκλοφορία του «Μαύρου βιβλίου». «Ευτυχώς εκείνη την περίοδο εργαζόταν εδώ η Στέλλα Βρετού που είναι από την Κωνσταντινούπολη και είχε πιάσει φιλίες με τον Παμούκ. Με τη βοήθεια της αγγλικής μετάφρασης και τη συχνή επαφή της Βρετού με τον συγγραφέα βγάλαμε την πρώτη υπέροχη μετάφραση. Στην επιμέλεια του «Μαύρου βιβλίου» είχαμε και τη Διονυσία Πιτζιλέκη, που δούλευε επί χρόνια με τον Ρίτσο και τον Βάρναλη στις εκδόσεις Γκοβόστη. Θυμάμαι πως χάλασε ο κόσμος όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα και ήρθε ο ίδιος ο συγγραφέας στην Αθήνα. Από τότε κρατάμε επαφή και δεν πειράζει αν αποκαλύψω ότι εκτός από τις προγραμματισμένες του παρουσιάσεις έχει προτιμήσει την Ελλάδα για ινκόγκνιτο διακοπές ή εκδρομές. Την τελευταία φορά τους άφησα με τη Στέλλα Βρετού στην Ανατολική Πελοπόννησο».

Orhan Pamuk

Κάτι παράξενο στο νου μου

Μτφ. Στέλλα Βρετού

Εκδ. Ωκεανίδα 2015

Σελ. 728

Τιμή: 19 ευρώ