Θα έχετε προσέξει κι εσείς αυτή την τάση. Μοδάτα φαγάδικα ή φούρνοι, σπέσιαλ συνταγές κοινών κατά τα άλλα εδεσμάτων βαφτίζονται με ένα όνομα που παραπέμπει σε κάτι παλαιικό, οικείο και ζεστό, κατά προτίμηση στη φιγούρα της γιαγιάς ή σε κάποια κυρία που παρακινούμαστε να υποθέσουμε ότι είναι μια καλοσυνάτη παραδοσιακή νοικοκυρά από την επαρχία: «Η πίτα της γιαγιάς», «Το ψωμί της γιαγιάς», «Τα κεφτεδάκια της κυρα-τάδε» κ.λπ. Η ποιότητα και η απόλαυση ταυτίζονται εδώ με την παράδοση και η παράδοση με την αυθεντικότητα, αν και τις περισσότερες φορές το προϊόν δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είναι σχεδιασμένη να γεννάει η ονομασία του.

Με αρκετά δηκτική διάθεση θα παραλλήλιζα το φαινόμενο με τη διαφαινόμενη τάση ανάμεσα σε πεζογράφους νέους στην ηλικία και με μοντέρνο προφίλ να χρησιμοποιούν σε διηγήματά τους καθ’ υπερβολήν το ιδιόλεκτο του τόπου καταγωγής τους, αναπαράγοντας αυθεντικές υποτίθεται αφηγήσεις τρίτων για γεγονότα και καταστάσεις περασμένων εποχών. Το είχα παρατηρήσει πριν από λίγο καιρό στο «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου (καταγωγή από τη Λοκρίδα), το παρατήρησα ξανά στο «Μόνο το αρνί» της Καρδιτσιώτισσας Βασιλικής Πέτσα.

Οι ντοπιολαλιές που χάνονται σιγά σιγά έχουν οπωσδήποτε κάτι το συγκινητικό, δημιουργούν ατμόσφαιρα και παράγουν μια αίσθηση γνησιότητας, όπως το ψωμί της γιαγιάς. Αλλά δεν αρκούν για να στηρίξουν ένα πεζογράφημα. Για παράδειγμα, στο βιβλίο της Πέτσα το εναρκτήριο και ιδιαίτερα εκτενές διήγημα (έχει σχεδόν ίση έκταση με όλα τα άλλα μαζί) είναι για κάποιον σε ένα καφενείο που διηγείται βιώματά του από την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο χωρίς να μας λέει κάτι που δεν ξέραμε ή να περιγράφει αυτά τα γεγονότα από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία. Η αντίστιξη με τις φωνές των άλλων θαμώνων του καφενείου, που είναι απορροφημένοι σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι στην τηλεόραση, δεν είναι βέβαια και κανένα βαθύ σχόλιο.

Αυτή η ρετρό αισθητική δεν είναι ακριβώς σύμπτωμα νοσταλγίας (στην πραγματικότητα η εικόνα του κόσμου της επαρχίας που δίνουν τα διηγήματα της Πέτσα είναι μάλλον σκοτεινή, αν και ποιητική). Πιο σωστό θα ήταν να μιλήσουμε για κίνηση συναισθηματικής επανασύνδεσης με κάτι πρωτογενές και ατόφιο, όπως έχει αποτυπωθεί στην παιδική μνήμη. Γι’ αυτό η ανάπλαση του παρελθόντος γίνεται εκ των ένδον, με αυτό που η λογοτεχνική κριτική αποκαλεί εσωτερική εστίαση, δηλαδή με τη ματιά ενός από τα πρόσωπα της αφήγησης, και η αφηγηματική σκοπιά είναι συνήθως συγχρονική, δηλαδή συμπίπτει με τον χρόνο των περιστατικών που εκτίθενται. Δεν υπάρχει αναστοχασμός, υπάρχει μόνο η συγκίνηση της ανάμνησης. Αυτό αποτελεί πάγιο και χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής πεζογραφίας και το βλέπουμε ακόμη και σε έργα εκλεπτυσμένων συγγραφέων, όπως στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Ζωή μεθόρια», όπου μια μάλλον αδιάφορη ερωτική ιστορία φαίνεται να είναι απλώς η αφορμή για να αναπαρασταθεί η δεκαετία του 1980 στη Βόρεια Ελλάδα.

Ενα άλλο γνώρισμα της ελληνικής πεζογραφίας που ευνοεί τέτοιες προσεγγίσεις είναι η έλξη της προφορικότητας. Η προφορικότητα της αφήγησης μπορεί να κουβαλάει ένα ισχυρό συγκινησιακό φορτίο. Αλλά αντενεργεί στην πραγματική εσωτερικότητα, που προχωρεί πέρα από τον υποκειμενισμό του συναισθήματος σε μια ουσιαστικότερη, βαθύτερη επεξεργασία του βιώματος και γι’ αυτό χρειάζεται μια πιο ουδέτερη, αλλά και πιο σύνθετη γλώσσα. Για τους περισσότερους αναγνώστες βέβαια όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα.