Ανάμεσα στην τελετουργία των παρελάσεων –άνευ «Αγανακτισμένων» πια –και τις αμέτρητες επαναλήψεις παλιών ηρωικών ταινιών με τον Πρέκα ή την Αλίκη, ξεχώρισαν σαν μικρά διαμάντια, την ημέρα της γιορτής, εκείνες οι λίγες συνεντεύξεις επιζώντων της μάχης της Αλβανίας που δημοσιεύθηκαν στα μίντια. Οχι μόνο για τη συγκίνηση που μετέδιδαν οι αναμνήσεις των ενενηντάρηδων πια παλαιών πολεμιστών. Μα κι επειδή μας βοηθούσαν να συνειδητοποιήσουμε, με κάποιο ξάφνιασμα, πόσο λίγο απέχουμε από την εποχή που η Ευρώπη βυθιζόταν στη βαρβαρότητα. Πόσος λίγος χρόνος, στ’ αλήθεια, μας χωρίζει από την εποχή της μεγάλης φρίκης.

Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ μας θύμιζε κάποτε ότι είναι λάθος να θεωρούμε πως ο θρίαμβος της δημοκρατίας στην Ευρώπη ήταν η φυσική εξέλιξη της ιστορίας της, πως δεν μπορούσε να συμβεί αλλιώς. Οτι είναι λάθος να θεωρούμε πως η δημοκρατία είναι βαθιά ριζωμένη στο ευρωπαϊκό έδαφος και πως κάθε εκτροπή από τον φιλελεύθερο πολιτισμό της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και της ανεκτικότητας δεν μπορεί παρά να ήταν ακριβώς αυτό –μια προσωρινή εκτροπή. Χρειαζόμαστε –έλεγε –έναν διαφορετικό τρόπο να διαβάζουμε την Ιστορία. Να μάθουμε να βλέπουμε το παρόν ως μια έκβαση, μια ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές πιθανότητες, των αγώνων και των διλημμάτων που έζησαν οι πρόγονοί μας. Η Ιστορία πρέπει να μας προειδοποιεί για το ενδεχομένως εύθραυστο και αναστρέψιμο όσων θεωρήσαμε για πάντα κατακτημένα.

Ο Μαζάουερ έγραψε για τη «σκοτεινή ήπειρο», την Ευρώπη, το 1998. Στον επίλογο του άγριου γιουγκοσλαβικού εμφυλίου. Κι έπειτα κανείς δεν ήθελε να ταράξει τη μακαριότητα της ζωής μας με τέτοιες δυσοίωνες προφητείες.

Και να που ήταν αρκετά μερικά καραβάνια κυνηγημένων ανθρώπων που διασχίζουν τα Βαλκάνια με τα πόδια, καθ’ οδόν προς τη δική τους γη της επαγγελίας, τη Γερμανία, για να προβάλουν μέσα από τα σεντούκια τα παλιά φαντάσματα. Να που άρχισαν να υψώνονται φράχτες στα σύνορα για να κρατήσουν το «κακό» στην αυλή του γείτονα. Να που ένα καθεστώς τόσο μακρινό προς το δημοκρατικό πρότυπο, τόσο ποτισμένο με αρώματα της δεκαετίας του 1930, όσο το καθεστώς Ορμπαν της Ουγγαρίας, αρχίζει να μη μοιάζει σαν ακραία εξαίρεση πια. Να που στην Πολωνία κερδίζει την αυτοδυναμία στις εκλογές ένα κόμμα, ο ηγέτης του οποίου βεβαίωνε τους συμπατριώτες του πως στα ελληνικά νησιά οι άνθρωποι πεθαίνουν ήδη από χολέρα και η αρώστια ετοιμάζεται να περάσει και τα δικά τους άγια, καθολικά σύνορα αν δεν προλάβουν να τα σφραγίσουν. Να που οι δημοσκοπήσεις άρχισαν πάλι να χαμογελούν στη Μαρίν Λεπέν κι εκείνη νιώθει λιγότερο την ανάγκη να κρύβει το ξενοφοβικό της πρόσωπο. Και να που και στη Γερμανία την ίδια αρχίζουν να συζητούν το ώς πριν από λίγο αδιανόητο –να τερματιστεί η πολιτική ηγεμονία της Μέρκελ και η ίδια η θητεία της να τελειώσει πρόωρα.

Να τιμωρηθεί, δηλαδή, επειδή απέναντι στην προσφυγική κρίση υιοθέτησε μια στάση συμβατή με το δημοκρατικό πρότυπο, με το οποίο θέλησε να ταυτιστεί η μεταπολεμική Γερμανία. Ή επειδή έκανε το λάθος να θεωρήσει ότι η μακρά ευημερία της περασμένης δεκαετίας είχε προσφέρει στους συμπολίτες της αρκετές δόσεις αυτοπεποίθησης και κοινής λογικής, ώστε να αντιμετωπίζουν τους απελπισμένους που χτυπούν την πόρτα τους χωρίς ο αρχέγονος, άλογος φόβος του ξένου να τους τρώει τα σωθικά.

Μπορεί οι φόβοι μας να αποδειχθούν υπερβολικοί. Μπορεί ο χειμώνας και η υπομονετική διπλωματία να ανακόψουν τα καραβάνια των προσφύγων. Μπορεί το πολιτικό ρεύμα του φόβου και του μίσους που έχει ανάψει στην Ευρώπη, Ανατολική και Δυτική, να σβήσει. Μπορεί η Μέρκελ να ανακτήσει τον έλεγχο στο Βερολίνο. Μπορεί και ο δικός μας φόβος ότι τα βόρεια σύνορα θα κλείσουν και θα αιχμαλωτιστούν εδώ χιλιάδες άνθρωποι να διασκεδαστεί.

Αλλά, ακόμη κι αν όλα στο τέλος πάνε καλά, τα σύννεφα πάνω από την Ευρώπη που τόσο γρήγορα μαζεύτηκαν θα μας θυμίζουν το μάθημα Ιστορίας του Μαζάουερ: πως η βαρβαρότητα δεν είναι οριστικά το παρελθόν μας.