ώς το έλεγε ο Μάο; Κρίση –ωραίο πράγμα!». Ετσι με ένα σοκ και με μπόλικη κρίση με κάλεσε στον παράξενο, γοητευτικό κόσμο του ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Πάνω από δυο κούπες καφέ. «Με ρωτούν αν δικαιώνομαι που τα έλεγα από παλιά. Εγώ δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «κρίση», αλλά μιαν άλλη: «καταστροφή». Αυτό που ζούμε είναι δικαίωση του Αντρέα, που είχε πει το 1993 πως είτε η χώρα θα αφανίσει το χρέος είτε το χρέος τη χώρα».

Αυτό, το δεύτερο, έχει γίνει. Απλώς, λέει ο σκηνοθέτης και ηθοποιός, «επειδή μια χώρα αφανίζεται με εντελώς σύγχρονους όρους, δίχως να το καταλαβαίνει υποτίθεται, κάνουμε όλοι ότι δεν το καταλαβαίνουμε. Κάτι ανάλογο συνέβη στη δεκαετία του 1910. Εχουμε την αντίστοιχη καταστροφή ενός μοντέλου κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης και συνύπαρξης των ανθρώπων». Συνύπαρξη, είπαμε. Σε αυτό το τερέν εκείνος προτιμά και επιμένει να σκέφτεται. Και να επικοινωνεί, όποτε χρειάζεται. Αν και αυτό –από σκηνής –είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα, που θα τη βρούμε παρακάτω. Επικοινωνεί με ζέση. Πάθος. Και από σκηνής, εν προκειμένω. Με τον μονόλογο «Σιχτίρ ευρώ» στο Θέατρο Τέχνης. One man show, αν θέλετε. Οπως κάποτε με την «Ελένη» του Ρίτσου. Εκείνος επικοινωνεί. Εμείς, οι άλλοι, ας ασχολούμαστε με τους «Τρεις Ιεράρχες». Τον Γιουτουμπίδη, τον Φεϊσμπούκη και τον Τουιτέρογλου. Και ξεχνάμε, λέει, την καταναλωτική Ελλάδα, τον τρόπο που ζούσαμε είκοσι χρόνια.

ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ. Λύσεις, κύριε Παπαβασιλείου; Τι να κάνουμε; «Παίρνουμε τον δρόμο για τον κήπο του καθενός. Το έλεγε πολύ καλά ο Βολταίρος: επειδή οι παπάδες δεν πρόκειται να βάλουν μυαλό, επειδή οι θρησκόληπτοι πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, εγώ αποφάσισα να είμαι εύθυμος εναντίον όλων». Και όχι μόνον εύθυμος. Αλλά και –παράξενα –αισιόδοξος ο Βασίλης Παπαβασιλείου: «Η ζωή είναι μια εμπειρία πολλών θανάτων. Δεν υπάρχει όμως πιο σημαντικό πράγμα από το να ξαναρχίζεις». Ιαματικό; Ισως. Από έναν θεατράνθρωπο, που εγκατέλειψε την Ιατρική, που όπως έλεγε ο Ντελέζ, τον οποίο επικαλείται (κι εκείνος με τη σειρά του τον Σπινόζα), «η μόνη τέχνη είναι η ιατρική. Η τέχνη της ίασης».

Ακούστηκε κάποια στιγμή να εκστομίζει ότι το θέατρο πεθαίνει. Του το θυμίζω. «Θα εννοούσα προφανώς ότι επίκειται μια νέα ζωή. Οταν οι άνθρωποι απέχουν από τις τέχνες, όσο η προσωπική ανάγκη καθενός απέχει από την έκφραση και έχουν εξοβελιστεί –με τις αμέτρητες παραστάσεις –οι συμπληγάδες του δέους, τα πράγματα είναι μη αναστρέψιμα. Το θέατρο είναι αχρήματος οικονομία και λειτουργεί με ένα νόμισμα που λέγεται δόξα και γνώμη των άλλων. Κάνει θέατρο κι αυτός που στέκεται και λέει: «Χαίρετε, είμαι εδώ και ζητάω να μου πείτε ότι υπάρχω». Το θέατρο έχει ως πρώτη ύλη το πιο κοινόχρηστο ιδίωμα, που λέγεται γλώσσα. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Η απαξίωση του εμπορευματικού σκέλους μιας δραστηριότητας σαν αυτή δεν σημαίνει και απαξίωσή της εφ’ όλης της ύλης.

Και αίφνης με ένα χαμόγελο ανοίγει τη βεντάλια των σκέψεών του: «Η Δύση, από τη στιγμή που έστειλε τη μεταποίηση στην Ασία και την Αφρική, κάτι έπρεπε να κάνει τα παιδιά της. Και τι πιο εύκολο, τα έκανε καλλιτέχνες. Ο Μπρεχτ έλεγε ότι το θέατρο πεθαίνει από το πολύ θέατρο. Το καθετί πεθαίνει από τον εαυτό του».

Ξανά: τι να κάνουμε λοιπόν; Τι να κάνει το θέατρο; «Ισχύει απόλυτα αυτό που έλεγε ο Βολταίρος. Ερχονται στιγμές που ο καθένας πρέπει να είναι στο ύψος αυτού που συμβαίνει. Να συναντάει τον πάτο και να μην τον λέει Ευρυδίκη, αλλά να τον λέει πάτο. Προσωπικά, κάνω την κίνηση που θυμίζει εκείνη του Ανταίου. Πατάω γερά και πάλι σηκώνομαι».

Με βλέπει να σημειώνω στο χαρτί και ανοίγει νέο κεφάλαιο: «Αν υπήρχε σύστημα εκπαίδευσης ηθοποιών, θα ξεκινούσε από τη χειρωνακτική δραστηριότητα. Και από τη σιωπή. Σήμερα οι νεότεροι νομίζουν ότι υπάρχουν κάτι τύποι που τους περιμένουν στη γωνία και θα τους φορέσουν σαν κοστούμια και θα είναι ο Αμλετ και ο Μάκβεθ. Τα χέρια είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος της βαρύτητας και αυτά είναι που πρέπει πρώτα να νικήσουμε. Αυτό ακριβώς, δηλαδή πώς από έναν άνθρωπο γίνεσαι μια παρουσία, είναι η νίκη επί της βαρύτητας».

Αν έχει έναν προορισμό ο ίδιος, μου εκμυστηρεύεται, «είναι να συναντιέμαι με τους ανθρώπους. Παίζοντας και σκηνοθετώντας φέρω ακέραιο το βάρος της λογοδοσίας». Κάπου εκεί, στο φινάλε της συνάντησής μας, εξαπολύει την τελευταία του ριπή αισιοδοξίας (έστω, κατά κάποιον τρόπο): «Και ο έσχατος των Ελλήνων γνωρίζει ότι τα ονόματα Σοφοκλής, Πλάτων, Αριστοτέλης είναι ελληνικά. Δεν μπορεί λοιπόν να πιάσει πάτο. Μιλάμε για μια καταστροφή, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι ολοσχερής».

Ο ΗΡΩΑΣ ΚΑΠΝΙΔΗΣ. Ο Φωκίων Καπνίδης στην παράσταση «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι» ανήκει στους καλόγερους του σύγχρονου κόσμου. «Και ποιοι είναι αυτοί; Εκείνοι που δεν έχουν σχέση με τα σόσιαλ μίντια» σκιαγραφεί τον ήρωα που θα ενσαρκώσει από σκηνής Θεάτρου Τέχνης (από 5 Νοεμβρίου) ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Δεν έχει προσκυνήσει ο Φωκίων τους «Τρεις Ιεράρχες, Γιουτουμπίδη, Φεϊσμπούκη και Τουιτέρογλου». Ανήκει δε σε μια εξαιρετική ομάδα από κατ’ εξαίρεσιν Ελληνες, δηλαδή από τον καθένα μας, διότι όλοι οι Ελληνες είναι ο καθένας μια εξαίρεση. Στην ομάδα των ψεκασμένων. Είναι τρόφιμος του ΑΑΨΟΥ (Ασυλο Ανιάτως Ψεκασθέντων Ολικής Υστερήσεως), με έμβλημα το φτέρνισμα, που κατακτά –αυτοαναγορευόμενος ως «ο νεκρός της Αμφιπόλεως» –την πρώτη θέση στον διαγωνισμό για τον Τρόφιμο της Χρονιάς, χάρη στην οποία καλείται να δώσει μια διάλεξη ενώπιον των άλλων τροφίμων, συγγενών, φίλων, ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Ξεκινώντας με τη φράση: «Είμαι Ελλην. Ως εκ τούτου, μου είναι αδύνατον να είμαι σοβαρός. Σας ζητώ συγγνώμη».

Στο άσυλο έχει μπει με σύσταση του ψυχιάτρου Τάκη Μπιλιλή, ο οποίος διέγνωσε ότι ο Φωκίων έχει συναντηθεί με την κατάθλιψη και αποφάσισε να κόψει τις φλέβες του τη νύχτα των εκλογών. Σαν να έχει κολλήσει το «μικρόβιο» του Φωκίωνα. «Στην ίαση πρέπει να κολλήσεις κάτι για να γιατρέψεις κάτι» λέει χαμογελώντας ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Πώς να κουβαλήσει το βάρος της αυτοχειρίας ο Φωκίων, που έμαθε από τον Μπιλιλή να μην τα κουβαλάει όλα; Και ξεκινάει: «Ηθελα να ρωτήσω αυτούς που ήρθαν να με δουν: έχω γιατροπορευτεί, έστω για λίγο;».

INFO

«Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι», από τις 5 Νοεμβρίου στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ. 210-3222.464). Κείμενο – σκηνοθεσία – ερμηνεία: Βασίλης Παπαβασιλείου. Σκηνικά – κοστούμια: Μαρί Νοέλ Σεμέ. Καλλιτεχνική συνεργασία: Σωτήρης Χαβιάρας.