Ανθρωποι σαν τον σημερινό υπουργό Παιδείας είχαν πάντοτε περίοπτη θέση στην πολιτική μας σκηνή: στελέχη όπως ο Θόδωρος Πάγκαλος, που είχαν την ικανότητα –ή την αμετροέπεια –να πετούν χοντράδες στον δημόσιο διάλογο και να τον κανοναρχούν.

Η περίπτωση Φίλη ωστόσο ξεφεύγει από τα στερεότυπα και ξεπερνά τα παλαιότερα πρότυπα: άρχισε με το ρητορικό ερώτημα «πόσα μακαρόνια μπορεί να φάει κανείς;» όταν επιβλήθηκε ο ΦΠΑ 23% και κορυφώθηκε με τη χθεσινή «ατάκα» για τις «πενταροδεκάρες» –τόση είναι, κατά τον υπουργό, η επιβάρυνση για τα νοικοκυριά από τη φορολόγηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

«Οποιος στέλνει τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο ας αναλάβει και το κόστος», συνέχισε ο κ. Φίλης. Ο κυνισμός είναι πρόδηλος –αλλά και το πολιτικό μήνυμα σαφές: αφού αυτοί που θα πληρώσουν κατά τεκμήριο δεν είναι ψηφοφόροι μας, η υπερφορολόγηση δεν έχει καμία σημασία.

Οπως το «όλοι μαζί τα φάγαμε», που είχε στόχο να ενοχοποιήσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας –της πεινασμένης μαζί με τη χορτάτη –έτσι και οι «πενταροδεκάρες» στοχεύουν στην ενίσχυση του κοινωνικού αυτοματισμού: τα ήδη φτωχά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας καλούνται να ικανοποιηθούν με το φορολογικό χτύπημα στη μεσαία τάξη.

Και οι εκπαιδευτικοί που θα χάσουν τη δουλειά τους; Τα δημόσια σχολεία που θα επιβαρυνθούν με χιλιάδες μαθητές; Παράπλευρες απώλειες στον ταξικό πετροπόλεμο του κ. Φίλη. Θα τον καλύψει το Μέγαρο Μαξίμου;