Οι εσωτερικές διαδικασίες στα κόμματα εξουσίας ποτέ δεν ήταν ωραίο θέαμα. Αυτά τα κόμματα είναι σαν τα λουκάνικα. Για να τα καταναλώσεις πρέπει να μην έχεις δει πώς και με τι υλικά παρασκευάζονται. Ισχύει ιδίως για τις μάχες διαδοχής, αυτές τις φονικές μάχες εκ του συστάδην για την ανάδειξη αρχηγού.

Δεν είναι κουσούρι της συντηρητικής παράταξης μόνον. Απλώς εκείνη το έχει ζήσει περισσότερες φορές. Από τη μάχη διαδοχής που δόθηκε γύρω από το νεκροκρέβατο του στρατάρχη Παπάγου (και κρίθηκε από μια ανακτορική παρέμβαση) ώς τη μάχη Ράλλη – Αβέρωφ, το 1980, για τη διαδοχή του Καραμανλή και τις άλλες πέντε αναμετρήσεις που ακολούθησαν μέχρι τη μάχη Μπακογιάννη – Σαμαρά, το 2009, που κρίθηκε από μια ξαφνική αλλαγή του καταστατικού. Η κομματική κουζίνα ανέδιδε πάντοτε δυσάρεστες μυρωδιές. Αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο έντονες, τόσο δηλητηριώδεις, όσο τώρα.

Ισως επειδή άλλοτε τα Μέσα ήταν πιο διακριτικά. Οι καβγάδες δεν ανέβαιναν στο twitter πριν καν γίνουν, οι υποψηφιότητες δεν υποβάλλονταν με τροχάδην on camera και το φως της τηλεόρασης δεν έλουζε τα πρόσωπα όλο το 24ωρο. Μα προπάντων επειδή τα κόμματα ήταν διαφορετικά. Τα συνέδεε μια σχέση εμπιστοσύνης με έναν κύκλο ανθρώπων, που υπερέβαινε κατά πολύ τον κόσμο των επαγγελματιών της πολιτικής και των παρατρεχάμενων. Οχι πια.

Δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Ούτε προϊόν της πρόσφατης κρίσης, όπως πολλοί νομίζουν. Η διαδικασία της φθοράς είναι σε εξέλιξη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Τότε άρχισαν να γίνονται κοινό νόμισμα όροι όπως «το τέλος της πολιτικής» από στοχαστές (Μάρτιν Τζέικς) που χαρακτήριζαν τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα «αναχρονιστικά από πολιτιστική άποψη». Αλλοι αναλυτές (Αλέν Τουρέν) περιέγραφαν τη μετάλλαξη των μεγάλων κομμάτων σε «κόμματα-εταιρείες», που έχουν αποχωρήσει από το πεδίο της μάχης των ιδεών, έχουν θαμπώσει οι μεταξύ τους διαφορές και έχουν μετατραπεί σε μηχανές διεκδίκησης και διαχείρισης της εξουσίας, που υπάρχουν για να διανέμουν μέρισμα εξουσίας στα στελέχη τους και που ελκύουν ή απωθούν τα μεσοστρώματα τα οποία συγκροτούν το εκλογικό σώμα, ανάλογα με το αν ο μεσαίος χώρος κινείται από τον φόβο της πτώσης ή την ελπίδα της ανόδου.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο ήταν εντονότερο και ταυτόχρονα αθέατο. Αναλυτές, όπως ο Ηλίας Νικολακόπουλος, επισήμαιναν από τότε «το συνεχώς μειούμενο ενδιαφέρον για την πολιτική, την αυξανόμενη διάχυση του πολιτικού κυνισμού και τη δραστική μείωση των ιδεολογικών διαφορών». Τα υψηλά εκλογικά ποσοστά των δύο κομμάτων έκρυβαν το πρόβλημα, μα στις περιόδους μεταξύ των εκλογών οι ρωγμές ήταν ευδιάκριτες. Και άνοιξαν θεαματικά (χωρίς οι πολιτικές ελίτ να το καταλάβουν καν) στη διάρκεια της μεγάλης έκρηξης, τον Δεκέμβριο του 2008.

Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Ο ένας από τους δύο πόλους του δικομματισμού συνετρίβη. Και αν διατηρείται στη ζωή, αυτό που τον κρατά ζωντανό δεν είναι η νοσταλγία του παρελθόντος του αλλά η υπόσχεση να μεταμορφωθεί σε κάτι νέο και ριζικά διαφορετικό στο μέλλον. Ο άλλος πόλος, η ΝΔ, απέφυγε τη συντριβή και διατήρησε το στάτους του διεκδικητή της εξουσίας. Αλλά με βαρύ τίμημα. Ανάμεσα στη νίκη το 2004 και την ήττα τον Σεπτέμβριο του 2015, η ΝΔ έχασε έναν στους δύο ψηφοφόρους της (1.520.000 έναντι 3.360.000) και κυρίως έχασε σχεδόν ολοκληρωτικά τους νέους. Το 2004 είχαν ψηφίσει ΝΔ πάνω από 800.000 νέοι από 18 έως 34 ετών. Τον Σεπτέμβριο, λιγότεροι από 230.000 συνομήλικοί τους.

Το χειρότερο για τη Νέα Δημοκρατία είναι πως δείχνει να μην έχει καταλάβει τίποτε απολύτως. Ούτε γιατί έχασε ούτε γιατί κέρδισε ο αντίπαλός της. Κινείται με την αυταπάτη ότι όσο πιο νέος και απολίτικος είναι ο νέος της αρχηγός τόσο ευκολότερα θα κατατροπώσει τον Τσίπρα. Ή ότι όσο πιο υψηλόφωνη, «αντιμνημονιακή» αντιπολίτευση κάνει τόσο ευκολότερα θα επαναπατρίσει τους φευγάτους. Ως εάν η ήττα της οφείλεται στα νιάτα του Τσίπρα ή στην υποτιθέμενη «ευπιστία» των «εξαπατημένων» ψηφοφόρων. Μακριά, πολύ μακριά νυχτωμένοι.