Είναι μόλις μερικές δεκάδες, πλούτισαν χάρη στην ανάμειξή τους στον ενεργειακό και χρηματοπιστωτικό τομέα, είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό και έχουν χορηγήσει πάνω από το μισό του συνολικού ποσού που έχουν διαθέσει μέχρι τώρα οι υποψήφιοι στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Αποτελούνται κυρίως από λευκούς, πλούσιους και άρρενες κάποιας ηλικίας, που λειτουργούν σε μια χώρα η οποία έχει ήδη μεταμορφωθεί από τους νέους, τις γυναίκες, τους μαύρους και τους λατίνους ψηφοφόρους. Είναι οι 158 οικογένειες που το πορτοφόλι τους βαραίνει στην αμερικανική πολιτική ζωή.

Σύμφωνα με έρευνα των «Νιου Γιορκ Τάιμς», οι οικογένειες αυτές, μαζί με τις εταιρείες που κατέχουν ή ελέγχουν, έχουν δώσει 176 εκατομμύρια δολάρια στην πρώτη φάση της προεκλογικής εκστρατείας. Ποτέ μετά το Γουότεργκεϊτ δεν έχουν διαθέσει τόσο λίγοι άνθρωποι τόσο πολλά χρήματα τόσο νωρίς στην εκστρατεία, μέσα από διαύλους τους οποίους νομιμοποίησε πριν από πέντε χρόνια το Ανώτατο Δικαστήριο.

Οι οικογένειες αυτές κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύουν το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό. Για την ακρίβεια, όπως σημειώνει η εφημερίδα, είναι μια χωριστή τάξη, μακριά από τους περισσότερους Αμερικανούς, της οποίας τα μέλη όμως βρίσκονται γεωγραφικά, κοινωνικά και οικονομικά πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Κατοικούν συνήθως στις ίδιες περιοχές –του Λος Αντζελες, του Χιούστον ή του Μαϊάμι -, δεν έχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, κληρονομήσει τον πλούτο τους και περιλαμβάνουν στις τάξεις τους πολλούς μετανάστες που δεν έχουν γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Πολλές φορές οι άνθρωποι αυτοί χρηματοδοτούν τις ίδιες συμφωνικές ορχήστρες, τα ίδια μουσεία ή τα ίδια προγράμματα για τη νεολαία» σημειώνει η εφημερίδα. «Συνεργάζονται μέσα από τις επιχειρήσεις τους, παντρεύουν μεταξύ τους τα παιδιά τους και πολλές φορές κονταροχτυπιούνται στο πόκερ».

Σε αυτή τη μικρή ομάδα Αμερικανών, οι περισσότεροι χρηματοδοτούν τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους: οι 138 οικογένειες χρηματοδοτούν Ρεπουμπλικανούς και μόνο οι 20 χρηματοδοτούν Δημοκρατικούς. Αυτό εξηγείται από τους προσωπικούς, τους οικονομικούς, αλλά κυρίως τους ιδεολογικούς τους δεσμούς.

Οι περισσότερες από τις οικογένειες αυτές μοιράζονται με τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους την επιθυμία να απαλλαγούν από τα νομικά εμπόδια και τους άλλους ελέγχους που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις. Πολλοί Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι, για παράδειγμα, θέλουν να καταργήσουν ορισμένες διατάξεις του νόμου Dodd-Frank, που υιοθετήθηκε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και προβλέπει νομικούς φραγμούς για τα hedge funds –των οποίων πολλές από τις οικογένειες αυτές είναι ιδιοκτήτες.

Η αμερικανική εφημερίδα θεωρεί ότι η υποστήριξη των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων από τις περισσότερες εκ των 158 οικογενειών συνιστά ένα οικονομικό αντίβαρο στη δημογραφική τάση που ευνοεί τους Δημοκρατικούς. Οι περισσότεροι Αμερικανοί, για παράδειγμα, επιθυμούν μεγαλύτερους φόρους για τους πιο πλούσιους και μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση για τη διόρθωση των ανισοτήτων. Σύμφωνα με το Ερευνητικό Κέντρο Pew, επτά στους δέκα Αμερικανούς πιστεύουν ότι πρέπει να διατηρηθούν τα κοινωνικά επιδόματα με τη μορφή που έχουν σήμερα.