Τα τελευταία πενήντα χρόνια, η ποιότητα του σπέρματος μειώθηκε στο ήμισυ. Μέσα σε δύο δεκαετίες, τα κρούσματα διαβήτη στις πλούσιες χώρες διπλασιάστηκαν. Παράλληλα, καταγράφηκε δραματική αύξηση στη συχνότητα ορισμένων μορφών καρκίνου. Τα αίτια, πολλά και διάφορα. Η επιστημονική κοινότητα ωστόσο δεν έχει καμία αμφιβολία για τον (επιζήμιο) ρόλο που διαδραματίζουν οι ενδοκρινικοί διαταράκτες, χημικές ουσίες που μιμούνται τη δράση των ορμονών, παρεμβαίνουν στην ομαλή λειτουργία του ορμονικού συστήματος και μπορεί να κρύβονται παντού, σε καλλυντικά, απορρυπαντικά, πλαστικά, παιδικά παιχνίδια, ακόμα και σε ορισμένα φάρμακα. Είναι γνωστά αυτά από χρόνια. Θα περίμενε λοιπόν κανείς πως η ΕΕ θα είχε λάβει ήδη κάποια μέτρα προστασίας των πολιτών. Δεν έχει.

Ενα βιβλίο που κυκλοφόρησε χθες στη Γαλλία, με τον τίτλο «Δηλητηρίαση» και την υπογραφή της πεπειραμένης δημοσιογράφου – ερευνήτριας Στεφάν Ορέλ, δίνει την εξήγηση. Με δυο λόγια, συνόψισε η «Λιμπερασιόν», «κέρδισαν τα λόμπι». Η γαλλική εφημερίδα αφιέρωσε το πρωτοσέλιδό της στο θέμα: «Πώς οι Βρυξέλλες χάλασαν το ευρωπαϊκό σπέρμα», ήταν ο (πιασάρικος) τίτλος που επέλεξε. Αλλά οι ενδοκρινικοί διαταράκτες –τα παραμπέν, οι φθαλικές ενώσεις, η διφαινόλη-Α, οι διοξίνες και τόσα ακόμη –δεν επιδρούν αρνητικά μόνο στην αναπαραγωγική και σεξουαλική λειτουργία, επηρεάζουν επίσης, ακόμα και σε απειροελάχιστες δόσεις, την ανάπτυξη, τη συμπεριφορά και τη διάθεση, τον ύπνο και την κυκλοφορία του αίματος.

Η ιστορία έχει, παραδόξως, ευοίωνη αρχή: το 2006, η Κομισιόν αποφασίζει να αναθεωρήσει τη νομοθεσία της για τα φυτοφάρμακα -και να συμπεριλάβει τους ενδοκρινικούς διαταράκτες. Πώς όμως να τους διαχωρίσει, πώς να τους ορίσει; Πρόκειται για χημικές ουσίες που δεν περιορίζονται στο πεδίο των φυτοφαρμάκων, απαντούν σε πολλά αντικείμενα της καθημερινότητας. Το Ευρωκοινοβούλιο εγκύπτει στο πρόβλημα και ζητεί από την Κομισιόν να παρουσιάσει έναν επιστημονικό ορισμό τους πριν από τα τέλη του 2013. Την ίδια χρονιά, το 2006, οι ευρωπαϊκές Αρχές υιοθετούν το Reach, ένα μακρόπνοο πρόγραμμα για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος. Οι υπεύθυνοι καλούν την Κομισιόν να αποφανθεί σχετικά με την επικινδυνότητα των ενδοκρινικών διαταρακτών, της δίνουν μάλιστα την ίδια διορία: Ιούνιος του 2013.

Συναισθανόμενη τον κίνδυνο, η πετροχημική βιομηχανία «τίθεται επί ποδός πολέμου», γράφει η Στεφάν Ορέλ. «Εχασε βέβαια την πρώτη μάχη», οι ευρωπαϊκές Αρχές αποφάσισαν να ασχοληθούν με το θέμα, «θα κινητοποιηθεί όμως ώστε να είναι ο ορισμός των ενδοκρινικών διαταρακτών όσο το δυνατόν πιο περιορισμένος διότι θέλει να συνεχίσει να διαθέτει τα προϊόντα της στην αγορά χωρίς να παρεμβαίνει κανείς». Στους διαδρόμους της Κομισιόν αρχίζει λοιπόν μια ομηρική, αν και διακριτική μάχη, μια «άγρια σύγκρουση» ανάμεσα σε δύο μεγάλες διευθύνσεις της Κομισιόν, εκείνη του περιβάλλοντος, που είχε ανέκαθεν τη φήμη «γαλατικού χωριού, που ξέρει να αντιστέκεται στα λόμπι», και εκείνη της υγείας, που θεωρείται κάτι σαν «ταχυδρομείο του φιλελεύθερου καπιταλισμού».

Μήνες ολόκληρους, τη διετία 2012-2013, οι δύο διευθύνσεις συγκρούονται μυστικά γύρω από το θέμα της «μελέτης επιπτώσεων» που προωθεί επιτήδεια η πετροχημική βιομηχανία. Μιας μελέτης των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που θα έχει η απαγόρευση ορισμένων ουσιών στην υγεία των επίμαχων επιχειρήσεων! Και η οποία θα χρειαστεί τουλάχιστον έναν χρόνο προκειμένου να ολοκληρωθεί. Η Στεφάν Ορέλ περιγράφει λεπτομερώς τη στρατηγική που ακολούθησε η βιομηχανία ώστε να καταφέρει να εισχωρήσει στις συστάσεις η αναγκαιότητα της μελέτης αυτής: συνέδρια, χρηματοδότηση επιστημονικών ερευνών, απαξίωση ανεξάρτητων πανεπιστημιακών μελετών, όλα με στόχο την πρόκριση της επιστημονικής αβεβαιότητας. Ξεκάθαρα κρούσματα διαφθοράς η Ορέλ δεν εντόπισε: «Το καθημερινό λόμπινγκ είναι πολύ πιο πονηρό. Είναι εκατοντάδες μέιλ ώστε να αλλάξει μία παράγραφος».

Και φτάνει ο Ιούνιος του 2013. Η Κομισιόν αποφασίζει. Ζητάει μια «μελέτη επιπτώσεων». Δύο χρόνια αργότερα, περιμένουμε ακόμα.

Ακόμη το εξετάζουν

Μόλις πρόσφατα, αρχές Οκτωβρίου, συνθετική έρευνα που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Endocrine Review» χαρακτηρίζει «αναμφίβολο» τον ρόλο των ενδοκρινικών διαταρακτών «στην αύξηση της συχνότητας χρόνιων νοσημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία, τον σακχαρώδη διαβήτη, το αναπαραγωγικό σύστημα, τον θυρεοειδή, τους καρκίνους, τα νευροενδοκρινικά προβλήματα». Η Κομισιόν πρωτοασχολήθηκε μαζί τους το 2006. Εννέα χρόνια μετά, ακόμα εξετάζει το θέμα.