χω κι άλλες φορές εξηγήσει τους οικονομικούς κυρίως λόγους (αφήνω χωρίς σχόλιο τις φιλοδοξίες και τις μωροφιλοδοξίες μερικών σπουδαρχιδών…) που οδηγούν στην επιλογή του μονολόγου σε μια εποχή γενικής μιζέριας τουλάχιστον στη θεατρική επιχειρηματικότητα. Βεβαίως εκτός του οικονομικού φραγμού υπάρχει και η έλλειψη σημαντικών –πλην ενδεικτικών εξαιρέσεων –νέων θεατρικών κειμένων. Ετσι, με τελείως έωλα επιχειρήματα, η θεατρική παγκόσμια αγορά ανακάλυψε την ακένωτη δεξαμενή της παγκόσμιας πεζογραφίας. Και επί της ανάγκης ως βάθρου άρχισε να σχηματίζεται και μια θεωρία για τη θεατρική αφηγηματικότητα. Εκκινώντας από την μπρεχτική θεωρία και πράξη, μπήκε στη συζήτηση και στη ζήτηση η θεατρική έννοια του έπους, το επικό θέατρο, ως μια αντικειμενική αντι-συναισθηματική αφήγηση και εξήγηση γεγονότων που απευθύνονται στην κρίση και στη λογική ενός κοινού το οποίο χρειάζεται επιχειρήματα τεκμηριωμένα και όχι συναισθήματα για να πειστεί, έγινε μόδα ακόμη και από καλλιτέχνες που ούτε διαλεκτικοί ήσαν ούτε μαρξιστές όπως ο Μπρεχτ. Απλώς τους βόλευε ένα θέατρο που δεν καταβυθιζόταν στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής, στα μυστήρια των ενστίκτων και στις απωθημένες επιθυμίες. Οταν λοιπόν για οικονομικούς λόγους ένας ηθοποιός αρπάζει ένα διάσημο μυθιστόρημα ή διήγημα, το διασκευάζει (αν μάλιστα δεν έχει και πνευματικά δικαιώματα… τόσο το καλύτερο, μειώνεται το μπάτζετ) και το «διαβάζει» από σκηνής.

Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Για να είμαστε βέβαια δίκαιοι, υπάρχουν και σκηνοθέτες οι οποίοι ανεξάρτητα από το τι είδους κείμενο διδάσκουν στους ηθοποιούς γνοιάζονται για εσωτερικά μουσικά ή ρυθμικά στοιχεία της γλώσσας, οπότε η αναζήτηση και η ερμηνεία έχουν άλλο στόχο από το να «πουλήσουν» γνωστό συγγραφικό όνομα. Ετσι, άλλοι ψάχνουν να βρουν την κρυμμένη μουσική του Σολωμού, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και άλλοι «πουλάνε» στους τεμπέληδες αναγνώστες (μετατρέποντάς τους σε ακροατές) Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη.

Ομως υπάρχουν στην ιστορία του θεάτρου και θεατρικοί μονόλογοι!! Ο Τσέχοφ έχει και σ’ αυτό το είδος καταθέσει αριστουργήματα.

Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν. Αλλο πράγμα να διαβάζεις από σκηνής το «Ακατανόμαστο» του Σ. Μπέκετ κι άλλο να παίζεις την «Τελευταία ταινία του Κραππ», έναν αριστουργηματικό μονόλογο, ή άλλα έξοχα επιτεύγματα του Μπέκετ.

Στο ελληνικό θέατρο ο Καμπανέλλης, π.χ., με το «Αυτός και το παντελόνι του», ο Ζιώγας, ο Μουρσελάς, ο Δήμου (δεν εξαντλώ έναν μεγάλο και πλούσιο κατάλογο) έχουν δημιουργήσει μια εύφορη παραγωγή.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην επί σκηνής αφηγημένη πεζογραφία και στον θεατρικό μονόλογο; Ο ηθοποιός στην πρώτη περίπτωση γίνεται φωναχτός αναγνώστης και στη δεύτερη ερμηνεύει ρόλο. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά για τον ηθοποιό μελετώντας έναν ρόλο αν θα είναι μόνος του ή θα έχει επί σκηνής συνομιλητή. Στην πρώτη περίπτωση απλώς είναι δυσκολότερο διότι στον διάλογο ή στη σύγκριση με άλλους χαρακτήρες αναπτύσσει και ολοκληρώνει, συναρτήσει των σχέσεων με άλλες διάνοιες, άλλα συχνά αντίθετα επιχειρήματα και διαφορετικούς ηθικούς και συναισθηματικούς κώδικες συμπεριφοράς.

Στον μονόλογο πρέπει να αυτοαναλυθεί, να εξελίξει τον χαρακτήρα μέσα από τη συνάφεια με φανταστικούς εχθρούς, πάντως αθέατους, αλλά συχνότατα τυραννικά παρόντες στη συνείδηση και στον ψυχισμό του.

Δεν είναι εύκολο πράγμα ούτε η συγγραφή ενός θεατρικού μονολόγου ούτε η ερμηνεία του. Ο συγγραφέας πρέπει μέσα από τον μονόλογο να αναλύσει τις ποικίλες επιρροές που ασκούνται πάνω στο πρόσωπο που μονολογεί, επιρροές ιδεολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, ψυχολογικές, ηθικές ώστε ο θεατής να φύγει από την παράσταση και να έχει μια καθαρή εικόνα για το τι, το πώς και το γιατί ο χαρακτήρας που αυτοαναλύεται ή εξομολογείται έφτασε στην κρίση, σε μια απόφαση, σε μια πράξη που είχε και νόημα και λογική και έρεισμα.

Στο θέατρο Τζένη Καρέζη οργανώθηκε ένα φεστιβάλ μονολόγων. Πριν από έναν χρόνο στην απομακρυσμένη Ερμιονίδα οργανώθηκε για πρώτη φορά ένα ανάλογο φεστιβάλ με τίτλο: «Ερμηνείες στην Ερμιονίδα» και φέτος επαναλήφθηκε με δέκα μονολόγους γυναικών με γυναίκες ηθοποιούς. Μερικούς απ’ αυτούς τους μονολόγους (που έχουν ήδη κάνει καριέρα μεμονωμένα) τούς βλέπουμε τώρα συγκεντρωμένους στο Καρέζη.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Είδα τον μονόλογο του Αντώνη Τσιπιανίτη «Η πόρνη από πάνω» με την Κατερίνα Διδασκάλου σε σκηνοθεσία Στ. Πατρώνη.

Εν πρώτοις είναι ένας γνήσιος, αυθεντικός θεατρικός μονόλογος. Μια γυναίκα καταπιεσμένη από έναν κτηνώδη, τραμπούκο αρσενικό μονολογεί ύστερα από την κηδεία του τυπικού έλληνα καριερίστα, του λαμόγιου, του δωροδοκούμενου δημόσιου υπαλλήλου, του ανήθικου ερωτικά εκμεταλλευτή.

Τίποτα από το υλικό του έργου δεν είναι νέο, κι όμως έτσι όπως τα γεγονότα σωρεύονται πάνω σ’ αυτή την ποδοπατημένη ύπαρξη, όπως περνάνε μέσα από την ψυχική της εστίαση και διαχέονται, δημιουργούν έναν ιδιαίτερα τραγικό και συχνά ιλαροτραγικό ανθρώπινο χαρακτήρα.

Η Ερατώ του Τσιπιανίτη είναι ένας καθημερινός Αγιος Σεβαστιανός που βάλλεται από μια πληθώρα, έναν καταιγισμό βελών από ένα εχθρικό ηθικά, κοινωνικά, οικονομικά ανδροκρατούμενο περιβάλλον.

Εξοχο κείμενο και η σκηνοθεσία, με διάκριση και θαυμάσιους ρυθμούς, το ανέδειξε. Αλλά θα μπορούσε να πελαγώσει αν δεν έπεφτε στις σπάνιες ερμηνευτικές ικανότητες, στην υποκριτική ευφορία, στη δαιμόνια τεχνική και στη συναισθηματικά πλούσια κιβωτό της Κατερίνας Διδασκάλου. Μιας ηθοποιού που τσαλακώθηκε για να αναδυθεί αλλιώς ωραία!

INFO

Συγγραφέας: Αντώνης Τσιπιανίτης

Σκηνοθεσία: Σταμάτης Πατρώνης

Φωτισμοί: Ελένη Αναγνωστοπούλου

Καλλιτεχνική επιμέλεια: Μηνάς Μινατσής

Κοστούμια: Δημήτρης Ανδριανός

Ερμηνεία: Κατερίνα Διδασκάλου