Μια απλή ιστορία, λιγότερο απλών ανθρώπων. Εντάξει, ίσως και λιγότερο απλή. Σε δύο διαμερίσματα –μεσοτοιχία –στο Κολωνάκι. Εν μέσω θερμού καλοκαιριού του 2015 και capital controls. Αυτή η ιστορία καθήλωσε τον Θοδωρή Αθερίδη όλο το καλοκαίρι στη Σύρο, πάνω από σημειώσεις και υπολογιστές. Εντάξει, όχι ακριβώς όλο. Τον Ιούνιο και όλο τον Αύγουστο. Τον Σεπτέμβριο τον πάγωσαν οι εξελίξεις. «Μέχρι να γίνει η κωλοτούμπα και να σταματήσουμε τα λεξοτανίλ» μου λέει λίγο προτού ξεκινήσει η πρόβα στο Μικρό Παλλάς. Μπροστά σε ένα υπό κατασκευήν σκηνικό, που το ήθελε «σαν ελβετικό σουγιά»… χορογραφημένο: στοιχεία να ξεφυτρώνουν από το δάπεδο, κάγκελα να κατεβαίνουν από την οροφή, ένα κάσωμα πόρτας να αλλάζει ατμόσφαιρες και δωμάτια καθώς περιστρέφεται.

«Χωρίς απευθείας αναγωγή στην πολιτική κατάσταση» λέει ο συγγραφέας (είναι το 8ο έργο του, στο οποίο θεωρεί ότι λειτουργεί ως «φίλτρο της κοινωνικής πραγματικότητας»), σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του «Δοξαπατρή» –που δεν ξέρεις αν είναι η οδός στο Κολωνάκι ή αυτό που μας ήρθε καλοκαιριάτικα -, «οι δικοί μας ήρωες έρχονται αντιμέτωποι ο καθένας με μια προσωπική αλήθεια οριακά και το ζήτημα είναι πώς τη διαχειρίζονται».

ΚΡΙΣΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ. Ο ίδιος ενσαρκώνει έναν ιερέα με διαγνωσμένο καρκίνο στον εγκέφαλο που θέλει να το κοινωνήσει με τα παιδιά του: τον ήρωα που ενσαρκώνει ο Λευτέρης Ελευθερίου και τα ξεσπάσματά του σε βρισιές τού έχουν διαγνωσθεί ως σύνδρομο Ζιλ ντε λα Τουρέτ (κάτι που τον κρατάει κλεισμένο στο σπίτι, μπροστά στο κομπιούτερ) και την ηρωίδα που ενσαρκώνει η Φωτεινή Αθερίδου (πρώτη φορά παίζει μαζί με τον πατέρα της), ακτιβίστρια που ζει στο Τόκιο και επιστρέφει άρον άρον μαζί με τον φίλο της (Γιόσι). «Η πρόθεση του έργου ήταν από την αρχή να ψηλαφίσει το ενδοοικογενειακό –ελληνικό –κλίμα, υπό καθεστώς διαχείρισης μιας κρίσης. Κρίσης συμβίωσης και κρίσης υπαρξιακής. Αυτό αλληγορικά μας συνδέει με αυτό που ζήσαμε και ζούμε» λέει.

Από το διπλανό μπαλκόνι της Δοξαπατρή ή μάλλον από τα πέρα καθίσματα του Μικρού Παλλάς γνέφει η Ρένια Λουιζίδου. Η Σόνια της ιστορίας, αστρολόγος τηλεοπτική, που πλέον –αφού έχει ζήσει καιρό λουφάροντας επειδή το ευνοούσαν αυτό οι συνθήκες, όπως μου λέει –έχει φθάσει να μην πληρώνεται και να πρέπει και να ξεσπιτωθεί από το διαμέρισμα της αδελφής της, παιδιάτρου Αλέκας (Πέμη Ζούνη), που μόλις έχει ανανήψει από εγκεφαλικό και είναι αντιμέτωπη με μια κρίσιμη καμπή στη ζωή της, έτοιμη να αλλάξει τα πάντα. «Η αλήθεια που έχω να αντιμετωπίσω ως Σόνια», λέει η Ρένια Λουιζίδου, «είναι πως όταν τα λεφτά μπαίνουν ανάμεσα σε μια σχέση, ακόμη και αδελφική, μπορούν να τη συντρίψουν».

Η ίδια μου εξηγεί ότι το δεύτερο μέρος της παράστασης απαρτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, από μονολόγους των επτά ηρώων –να προσθέσουμε τη μοναχική και με αυτοκτονικές τάσεις κόρη του διπλανού μπαλκονιού, Ευαγγελία Συριοπούλου –«που φλερτάρουν με την ομαδική ψυχοθεραπεία», όταν οι σχέσεις αγριεύουν καθώς οι χαρακτήρες βρίσκονται πέρα από τα όρια. «Ο Θοδωρής ήταν πολύ επηρεασμένος και ψυχικά πιεσμένος από την πραγματικότητα αυτού του καλοκαιριού, από τον εμφύλιο που αισθανθήκαμε όλοι γύρω μας και συνειδητοποιήσαμε ότι είναι τόσο πολύ πιθανός. Βλέποντας φίλους να μην μπορούν πλέον ούτε να μιλήσουν μεταξύ τους».

ΒΙΑ Ή ΠΑΙΔΕΙΑ. Απαισιοδοξία; Οχι ακριβώς. Η Ρένια Λουιζίδου, όχι πια ως τηλεοπτική αστρολόγος σε κρίση, βλέπει και μια νότα αισιοδοξίας. «Το πρώτο βήμα είναι να πεις την αλήθεια. Και αλήθεια δεν υπάρχει όταν στρουθοκαμηλίζεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχοθεραπεία. Οταν πεις το πρόβλημα τότε μπορείς να κάνεις το επόμενο βήμα». Η ματιά τού Αθερίδη είναι λίγο σαν του Σαρλό, γλυκόπικρη, μου λέει λίγο μετά η Πέμη Ζούνη, ενώ ετοιμάζεται στο καμαρίνι. «Μ’ αρέσει που όλοι οι ήρωες είναι τραυματισμένοι, «κουνημένοι». Μ’ αρέσει που είμαι στη σκηνή, ύστερα από εγκεφαλικό, με στραβό στόμα και περπατάω με το Πι. Η ματιά του έργου είναι μια σατιρική ματιά που συμπάσχει με τον Ελληνα του τώρα. Δίχως απόσταση ασφαλείας».

Αισιόδοξη κι εκείνη και για το ελληνικό θέατρο, εν γένει. «Είμαστε από τους τυχερούς. Βράζει το πράγμα. Υπάρχουν πάντα καινά δαιμόνια. Ειδικά αν μας τσιγκλάει μια κρίση –και πνευματική, να το διευκρινίσω». «Το θέατρο ήταν πάντα εστία ανακούφισης και είχε τη δύναμη να ενώνει στα δύσκολα» προσθέτει την άποψή της η Ρένια Λουιζίδου. «Τούτοι οι καιροί μάς υποχρεώνουν σε μια πιο εσωτερική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Εχουμε κουνηθεί για τα καλά. Και αυτό μας χρειαζόταν. Δεν θα συμφωνήσω βέβαια με τη βία με την οποία έγινε αυτό, διότι αυτά, πιστεύω, πρέπει να γίνονται πιο ήπια, με την παιδεία».

«Μάλλον τώρα ξυπνήσαμε» προσθέτει ο Θοδωρής Αθερίδης. «Περιμέναμε κρίση και λέγαμε κρίση και είδαμε πως τελικά ήμασταν όλοι πολύ βαθιά νυχτωμένοι. Οτι υπήρχε και παραπέρα».