Τα τελευταία χρόνια οι υπουργοί Πολιτισμού είναι πρόσωπα δίχως άμεση προσωπικά βιωματική σχέση με το αντικείμενό τους. Είναι είτε παραδοσιακοί πολιτικοί είτε καθηγητές που έχουν μια γενική ιδέα για τα πολιτιστικά δρώμενα όντας οι ίδιοι «καλλιεργημένοι». Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις υπουργών Πολιτισμού που είναι οι ίδιοι δημιουργοί, που έχουν γνώση του θέματός τους, εξωτερική και εσωτερική, γιατί βιώνουν προσωπικά τη δημιουργική εμπειρία (ως συγγραφείς, εικαστικοί, καλλιτέχνες γενικά). Η Μελίνα ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Η σύγχρονη πολιτική Ιστορία προσφέρει για ανάλυση και τις δύο πιο πάνω περιπτώσεις. Η πρώτη, η επιλογή δηλαδή «πολιτικών» προσώπων οφείλεται σε κομματικές ισορροπίες ή κομματικά χρέη αρχηγών, κάτι δηλαδή σαν «ξέπλυμα» κομματικών αναγκών. Τα πρόσωπα αυτά θα μπορούσαν άνετα να πάρουν οποιοδήποτε υπουργείο, από το Αθλητισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης, Διοικητικής Μεταρρύθμισης ή άλλο ανάλογο. Διαχειρίζονται τον Πολιτισμό ως διαχειριστές ενός προϊόντος, ενός φακέλου όπως οι άλλοι. Επιμένουν δε ότι, ακριβώς επειδή έχουν απόσταση από το θέμα, γι’ αυτό μπορεί να είναι πιο αντικειμενικοί.

Η δεύτερη περίπτωση, δηλαδή η επιλογή ενός δημιουργού στη θέση υπουργού Πολιτισμού έδωσε σπουδαία δείγματα γραφής στη σύγχρονη εποχή. Ο Μαλρό, ο γάλλος υπουργός Πολιτισμού επί Ντε Γκολ (και ταυτόχρονα διάσημος συγγραφέας), ήταν ο πρωτεργάτης του πολιτιστικού εκσυγχρονισμού της Γαλλίας και της Ευρώπης, όπως αντίστοιχα ήταν για την Ισπανία ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν. Τι τους κάνει διαφορετικούς και πιο ουσιαστικούς από τους τυπικούς πολιτικούς ή τους μόνο καλλιεργημένους καθηγητές; Το ότι οι ίδιοι ως βιωματικά ανήσυχοι για τη δημιουργία μεταφέρουν αυτό το πνεύμα στις πολιτικές τους αποφάσεις. Δεν αρκούνται απλώς να γεμίσουν ή να λειτουργήσουν τις υπάρχουσες πολιτιστικές υποδομές (θέατρα, μουσεία ή ανάλογης λειτουργίας κτίρια), αλλά θέλουν να τις καταστήσουν τόπους δημιουργικής σπίθας που θα αναδείξει και θα φωτίσει. Κι αυτό το πετυχαίνουν συνήθως γιατί το μυστικό της δύναμής τους είναι το βασικό κεφάλαιο του πολιτισμού: ο καλλιτέχνης ή, αν θέλετε, το δημιουργικό υποκείμενο. Οι δημιουργικοί άνθρωποι λησμονούνται συνήθως από τους παραδοσιακούς υπουργούς γιατί αυτοί οι τελευταίοι δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τη δημιουργική τους επιθυμία για δράση. Ετσι τους αφήνουν στην άκρη. Το κεφάλαιο δηλαδή του πολιτισμού μένει ανενεργό και μοιραία η πολιτισμική παραγωγή είναι από ανύπαρκτη έως ελάχιστη.

Το στείρο αυτό φαινόμενο μοιάζει να επαναλαμβάνεται με την υπουργοποίηση του Αριστείδη Μπαλτά, γνωστού αρνητικά και από τις θέσεις του (ως πρώην υπουργός Παιδείας) περί αριστείας. Δεν θέλω να είμαι εξαρχής κριτικός. Απλώς επισημαίνω ένα διαχρονικό πρόβλημα επιλογής κατάλληλων προσώπων σε κατάλληλες θέσεις για να λειτουργήσει σωστά η κοινωνία, όπως λέει και ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Ας δούμε λοιπόν τι θα κάνει ο νέος υπουργός. Ο χρόνος θα δείξει.

Ο Δημοσθένης Δαββέτας είναι καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης, ποιητής, εικαστικός