Στο εργαστήριο αυτό ήρθα πριν από 13 χρόνια για οικογενειακούς λόγους. Πριν, εδώ στεγάζονταν δύο καταστήματα: ένα φαρμακείο και ένα με είδη κατάδυσης. Ολος ο χώρος είχε θέα προς τη θάλασσα, αλλά αποφάσισα να τον απομονώσω χτίζοντας έναν τοίχο. Δεν με πνίγει. Δεν χρειάζομαι τη θέα. Βρίσκεται μέσα μου. Η ζωγραφική άλλωστε δεν είναι παράσταση του κόσμου τούτου. Περί άλλα τυρβάζει. Θα ήταν διάσπαση ένα ωραίο τοπίο. Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να το απολαύσεις, όχι να το ζωγραφίσεις. Γενικά δεν μας πνίγουν οι χώροι. Μόνοι μας πνιγόμαστε. Κι αν πνιγούμε δεν φταίει κανείς άλλος παρά το σκοτάδι που κουβαλάμε μέσα μας. Ο καθένας μας ψάχνει μια χαραμάδα φωτός. Χαραμάδα για μένα είναι η διαδικασία να φτιάξω ένα έργο.

Το εργαστήριο είναι κομμάτι της δουλειάς μου, γι’ αυτό κι έχω χωρίσει τη ζωγραφική μου ανάλογα με τα εργαστήριά μου. Τα έργα από το πρώτο, στα Εξάρχεια, έχουν τίτλο «Μαθητεία στο πραγματικό». Από το δεύτερο, στον Λυκαβηττό, «Πειρασμοί του αόρατου». Και ό,τι έχω φτιάξει εδώ βρίσκεται κάτω από τον τίτλο «Ανοιχτοί ορίζοντες». Είναι όμως και κομμάτι της ζωής μου. Εδώ μέσα ζω, μαγειρεύω… Πιστεύω ότι η ζωή και η ζωγραφική είναι ασκήσεις αυτογνωσίας. Η ζωγραφική δεν είναι παρά όσα κατανόησα από τη ζωή. Ο,τι παράγεται στο έργο δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ώρας που κρατάς στο χέρι το πινέλο. Είναι μια διαδικασία που χωρά όλα όσα κάνω, τις κουβέντες, τους περιπάτους, τη χαρά της ζωής. Αυτό που δεν θα βρείτε εύκολα σε ένα άλλο εργαστήρι ζωγραφικής είναι το ξυλουργείο στο βάθος. Περνώ πολλές ώρες εκεί προετοιμάζοντας τα ξύλα. Τις ώρες του οργασμού της δουλειάς θα δείτε παντού σκόνη, πριονίδια, συρματόβουρτσες, το τριβείο σε λειτουργία.

«ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΣ». Θέλω να είμαι γειωμένος, να πατάω κάτω και να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα, διότι οι καλλιτέχνες έχουν μια πετριά και από την τρύπα αυτή μπαίνει αέρας. Πρέπει να είσαι ονειροπαρμένος για να μπορέσεις να μεταπλάσεις την εικόνα του κόσμου. Διαφορετικά την απολαμβάνεις όπως είναι.

Στο Αγρίνιο όπου μεγάλωσα δεν είχαμε ζωγράφους. Δύο κορνιζάδικα μονάχα. Κι εγώ δεν έχω καλλιτεχνική παιδεία. Ως παιδί θυμάμαι τα πλατάνια, το αεράκι, τα καπνά που μαζεύαμε αξημέρωτα και σταματούσαμε με την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Εγινα δικηγόρος για να αλλάξω τον κόσμο. Οι ζωγράφοι ήταν για μένα κάτι γραφικοί τύποι με μπερέδες. Δεν την είχα πάρει στα σοβαρά τη ζωγραφική. Οταν βρέθηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών αισθάνθηκα ότι ξέπεσα σα ναυαγός. Μου πήρε χρόνο για να καταλάβω ότι η ζωγραφική είναι χάρισμα, ότι γράφω αυτό που ζω. Γι’ αυτό και δεν λέω ότι είμαι καλλιτέχνης ή εικαστικός. Είμαι ζωγράφος. Κι αναρωτιέμαι: Πώς γίνεσαι άνθρωπος και υπερβαίνεις το ζώο; Ποιο είναι το ανάστημα του ανθρώπου; Πώς φωτίζεις το σκοτάδι που έχεις μέσα σου;

Στην αποθήκη μου θα βρείτε παλιόξυλα, παλιά πανιά και χρώματα από τη μικρή γκάμα που χρησιμοποιώ: άσπρο, μαύρο, ώχρα, κιννάβαρι, λίγο utlra blue ή λίγο κίτρινο. Εργα που δεν έχουν πετύχει δεν τα κρατώ. Ποιον ενδιαφέρουν; Οταν κάτι δεν είναι λειτουργικό πετιέται.

Δεν ξέρω ποιο από τα τρία εργαστήριά μου θα το χαρακτήριζα ως το κύριο, δεδομένου ότι δεν αισθάνομαι ολοκληρωμένος. Ολα μου τα έργα είναι ένα. Δεν πιστεύω στις μεγάλες τομές. Πιστεύω ότι ο πολιτισμός έχει μια συνέχεια. Και η τέχνη έχει νόημα στο μέτρο που απευθύνεται στον κόσμο, που εκφράζει την αντίληψη της κοινότητας για το υψηλό. Στις σύγχρονες κοινωνίες όμως το υψηλό αποχωρεί στο περιθώριο και στο προσκήνιο ανεβαίνει το μέτρο του δήμου, η άνοδος της ασημαντότητας. Ζούμε στην επικράτεια του εφήμερου, οπότε η πρόθεση της αιωνιότητας αποσύρεται σε μια γωνιά με ευρύτερη θέα.