Εχει ειπωθεί ότι ενώ ένα ταξίδι σε μια ξένη χώρα σημαίνει επιφανειακές επισκέψεις σε μνημεία, μουσεία ή εστιατόρια, η ανάγνωση ενός καλού μυθιστορήματός της ισοδυναμεί με μια πρόσκληση στα ίδια τα σπίτια των ανθρώπων της. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, ισχύει και για την Ελλάδα –και όχι μόνο κατά τις προφανείς εκείνες ιστορικές στιγμές της, που η αλήθεια αναζητούνταν και στη λογοτεχνία της. Καλά δηλαδή οι μεταφρασμένες ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών που πυροδότησε ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία ή η προβολή έργων στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου από έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στο ανατολικό μπλοκ. Καλά και το ενδιαφέρον λόγω της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μεταφράζεται όμως η ελληνική λογοτεχνία σήμερα, στην εποχή της οικονομικής κρίσης; Και αν ναι, ποια ακριβώς; Τι εικόνα, τέλος πάντων, παρουσιάζει;

Στην Ιταλία

Στην περίπτωση της γείτονος Ιταλίας, που με τη βοήθεια του Μαουρίτσιο ντε Ρόζα διαβάζει τα άπαντα της Ιωάννας Καρυστιάνη, τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, την «Ουράνια μηχανική» της Μάρως Δούκα κ.ά., οι ειδήσεις από την Ελλάδα λίγο επηρεάζουν την κατάσταση. Παρόλο δηλαδή που εκείνος έβρισκε ως φοιτητής Ελληνικής Φιλολογίας στο Μιλάνο μόνο Καβάφη και Καζαντζάκη, η αύξηση των τίτλων τις δύο τελευταίες δεκαετίες «μόνο εν μέρει οφείλεται στη συγκυρία της κρίσης ή των Ολυμπιακών Αγώνων». Η σημαντική αλλαγή εντοπίζεται για τον Ντε Ρόζα στην ίδια την πηγή. «Δίπλα στον «έγκλειστο χώρο» και στην αλληγορία, που εμφανίζονται διαχρονικά στον κορμό της ελληνικής λογοτεχνίας, παρατηρώ μια επιστροφή της πολιτικής θεματολογίας» λέει. Ετσι κι αλλιώς, η Ιταλία αγαπά συγκεκριμένους έλληνες συγγραφείς: στην κορυφή βρίσκονταν παλιότερα ο Παύλος Μάτεσις ή η Ζυράννα Ζατέλη και τώρα η Καρυστιάνη, ο Θόδωρος Καλλιφατίδης, ο Πέτρος Μάρκαρης.

Στη Γερμανία

Ο συγγραφέας της «Τριλογίας της κρίσης» απολαμβάνει το ίδιο στάτους και στη Γερμανία. Κατά τα άλλα, λέει η μεταφράστριά του Μικαέλα Πρίντσινγκερ (αλλά και μεταφράστρια του μυθιστορήματος «Κοστούμι στο χώμα» της Καρυστιάνη ή του θεατρικού «Νίκη» της Λούλας Αναγνωστάκη), η ελληνική λογοτεχνία θεωρείται γενικά άνευ ενδιαφέροντος. Ούτε καν η κρίση δεν βοήθησε, γι’ αυτό κι εκείνη δημιούργησε το δίγλωσσο πολιτιστικό σάιτ diablog.eu. Εξαιτίας της ενασχόλησής της, διέκρινε με τον καιρό και μεταβολές του αντικειμένου της. «Παρατήρησα ένα άνοιγμα και μια διεθνοποίηση, τάσεις που κρίνω θετικά» εξηγεί. «Ωστόσο, καταστέλλει την ελληνική λογοτεχνία η βαριά κληρονομιά ενός στερεοτύπου: του «συνδρόμου Ζορμπάς». Αυτή η φολκλορική – πανηγυριώτικη εικόνα επηρεάζει ακόμα την αντίληψη της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής παραγωγής. Στόχος θα ήταν αυτή να απεκδυθεί τα παλιά και τα νέα καλούπια, τον απαρχαιωμένο φιλελληνισμό, την πολιτική οπτική γωνία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, τον μονόπλευρο ενθουσιασμό για τη φύση της ελληνικής υπαίθρου, την ανόητη ρητορική της κρίσης».

Η ποσότητα βέβαια των μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας δεν φαίνεται να συνδέεται ευθύγραμμα με τα χαρακτηριστικά που της αποδίδονται. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει «Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες» (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας), που εκτός από τις ιστορικές συγκυρίες διαπιστώνει και πιο αδιόρατους καταλύτες: τον γάμο του Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Αννα – Μαρία που ανακίνησε το δανέζικο ενδιαφέρον, τη σουηδική αγάπη στους έλληνες νομπελίστες ή τον ρόλο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ανταλλαγής. Διαχρονικά δημοφιλέστεροι λογοτέχνες παραμένουν ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, γεγονός που οφείλεται και στο έργο θρύλων όπως ο Κίμων Φράιερ ή ο Εντμουντ Κήλυ. Στο πλευρό του τελευταίου δούλεψε και η αμερικανίδα καθηγήτρια του Πρίνστον Κάρεν Εμεριχ, υπεύθυνη για αποδόσεις μυθιστορημάτων της Μαργαρίτας Καραπάνου, διηγημάτων της Ερσης Σωτηροπούλου ή ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη. Η Εμεριχ πρωτοέμαθε ελληνικά 17 χρονών, όταν συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα για αμερικανούς φοιτητές στην Κρήτη.

«Για εμάς τους μεταφραστές, η γλώσσα είναι η πιο συναρπαστική πλοκή, ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας» λέει. Αντιμετωπίζει όμως μια παρεξήγηση: στην πατρίδα της, όταν δηλώνει μεταφράστρια νεοελληνικής λογοτεχνίας, οι περισσότεροι μιλούν για Ομηρο και Σοφοκλή. Στον επαγγελματικό της χώρο η μετάφραση δεν θεωρείται σοβαρή ακαδημαϊκή δουλειά («ενώ για τη γενιά του Κήλυ θεωρούνταν»), έτσι, πολλοί συνάδελφοι προτείνουν να συγκεντρωθεί σε λίγους κλασικούς, σε έναν κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Τα πράγματα χειροτερεύουν με δεδομένο ότι στις ΗΠΑ η ξένη λογοτεχνία εκδίδεται συνήθως αν κάποιος πληρώσει για αυτό. Χώρια που, όπως και παγκοσμίως, η τάση είναι «ρομάντζα και αστυνομικά». Η Εμεριχ αδιαφορεί για όλα αυτά. Το 2016, αναμένεται να κυκλοφορήσει η απόδοσή της στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» του Χρήστου Οικονόμου. «Με ενδιαφέρει το χάος του σήμερα», λέει, «τα κείμενα που θεωρώ σημαντικά για λόγους πέραν της αισθητικής: για κοινωνικούς ή πολιτικούς».

Στη Γαλλία

Το βιβλίο του Οικονόμου θα βρεθεί και στα γαλλικά ράφια. Μεταφραστής, ο Μισέλ Βόλκοβιτς που ανυπομονεί για την κυκλοφορία του, γιατί το θεωρεί «σταθμό, αριστούργημα». Γιατί ελπίζει ότι θα τραβήξει βλέμματα: παρόλο που η χώρα του γνώρισε έναν Μισέλ Σονιέ και έναν Ζακ Λακαριέρ, που στη δικτατορία υπήρχε ένας μικρός οργασμός ελληνικής παραγωγής, «ακόμα να γίνει κάτι παρόμοιο λόγω της κρίσης». Ο οίκος Seuil δεν βγάζει πια τη Ζυράννα Ζατέλη και την Ιωάννα Καρυστιάνη. Γενναιότεροι αποδεικνύονται άλλοι όπως ο Gingko, ενώ ο ίδιος ο Βόλκοβιτς επιχείρησε να προωθήσει την «Κυρία Κούλα» του Μένη Κουμανταρέα. Δεν πήγε κι άσχημα. Ισως γιατί προέκυψε από κάποιον που παρακολουθεί τις μεταβολές της ελληνικής λογοτεχνίας. «Παλιότερα ασχολιόταν με την παράδοση» παρατηρεί. «Πλέον τα θέματά της είναι πιο αστικά. Υπάρχουν φυσικά και νέα, αξιόλογα βιβλία με παλιά μοτίβα. Του Δημοσθένη Παπαμάρκου και του Ηλία Παπαμόσχου είναι δύο τέτοια».

Οι «παραξενιές»

Δυσκολότεροι ο Πεντζίκης, ο Τσίρκας, ο Ιωάννου

Ποιες είναι οι παραξενιές της ελληνικής γλώσσας και ποιοι οι πιο «ζόρικοι» έλληνες λογοτέχνες; Για τον Μισέλ Βόλκοβιτς, τα ελληνικά, καθώς «πάνε με το πάσο τους», δεν είναι δύσκολα –δύσκολα είναι τα αγγλικά και η αφηγηματική τους ταχύτητα που δεν μπορούν να τη συναγωνιστούν τα γαλλικά. Ο ποιητής που τον δυσκόλεψε περισσότερο είναι ο Δημήτρης Παπαδίτσας με τα σκοτεινά νοήματά του και από πεζογράφους ο Γιώργος Ιωάννου –«ίσως επειδή δεν ήξερε άλλες γλώσσες, τα ελληνικά του ήταν πιο γνήσια». Ισοδύναμες δυσκολίες η Κάρεν Εμεριχ συνάντησε με την ποίηση της Ελένης Βακαλό. «Διαβάζεις και παίρνεις μια αίσθηση, καταλαβαίνεις τι λέει, αλλά καταλαβαίνεις σωματικά, εσωτερικά» εξηγεί η αμερικανίδα μεταφράστρια. Οχι ότι τα ελληνικά είναι για όλους εύκολα. «Η υπερφόρτωση των κειμένων με όρους πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και επωνυμιών, η προϋπόθεση ιστορικών γνώσεων» είναι πράγματα που πρέπει να διαμεσολαβηθούν, λέει η Μικαέλα Πρίντσινγκερ. Ο Ντε Ρόζα ζηλεύει, λέει, συναδέλφους που μεταφράζουν από γλώσσες όπως τα αγγλικά με μεταφρασμένο μεγάλο αριθμό ιδιωματισμών. Το ιστορικό βάθος της ελληνικής και το κράμα λαϊκών και λόγιων στοιχείων που τη χαρακτηρίζουν, είναι για εκείνον άλλη μια δυσκολία. Και ενώ τις δυσκολίες του Πεντζίκη και του Τσίρκα τις περιγράφει καθαρά («κάθε λέξη παραπέμπει σε ή αντηχεί πλείστες άλλες» στον έναν, «πολύπλοκη αφηγηματολογική δομή και πολλαπλότητα υφολογικών αποχρώσεων» στον άλλον), όταν ερωτάται για το έργο που τον παίδεψε περισσότερο, η εξήγησή του δεν είναι αναμενόμενη. «Χωρίς αμφιβολία «Το κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου» αποκρίνεται. «Λόγω της απελπιστικά απλής γραφής του».