Ας παραφράσουμε την αποστροφή του Μάρκελλου στον σαιξπηρικό «Αμλετ»: «Κάτι συμβαίνει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Για το Εθνικό Θέατρο, την πρώτη κρατική σκηνή μιας δοκιμαζόμενης χώρας, μιλάμε άλλωστε. Και, αν μη τι άλλο, είναι φυσικός χώρος του «Αμλετ».

Και των παιχνιδιών εξουσίας; θα αναρωτηθεί κάποιος. Οχι ακριβώς. Απλώς αυτό το «βασίλειο» έγινε πεδίο μιας ιστορικής ρήξης μεταξύ του καλλιτεχνικού διευθυντή Στάθη Λιβαθινού και των επτά μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου, με άξονα κυρίως το εκπαιδευτικό έργο του.

Το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει για κατάθεση αυτόν τον μήνα ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης θα διασαφήνιζε και θα φώτιζε τις γκρίζες ζώνες του ισχύοντος Νόμου 2273/94 (που ψηφίστηκε επί διεύθυνσης –και κυριαρχίας –του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου) και θα ξεχώριζε τις αρμοδιότητες των δύο θεσμικών πόλων του Εθνικού: του ΔΣ στα οικονομικά και στα ζητήματα υποδομής του θεάτρου και του διευθυντή στα καλλιτεχνικά.

Επίσης, θα έκανε το πρώτο βήμα για την «πρόσληψη» εφεξής του καλλιτεχνικού διευθυντή από το εκάστοτε ΔΣ με δημόσια εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη θέση, βάζοντας τέλος στον διορισμό και ορίζοντάς τον, κατά κάποιο τρόπο, ως ελεγχόμενο «υπάλληλο» του ΔΣ. Ειδικά στα οικονομικά, καθώς τα έξι μέλη (εν προκειμένω ο αντιπρόεδρος Κυριάκος Κατζουράκης και οι Ρήγας Αξελός, Αμαλία Μουτούση, Μέλπω Ζαρόκωστα, Ιωσήφ Βιβιλάκης, Ταξιάρχης Χάνος) και ιδιαίτερα ο πρόεδρος (στην παρούσα διανομή ο Θανάσης Παπαγεωργίου) εμφανίζονται ως νομικά υπόλογοι για καθετί, κυρίως οικονομικό, που μπορεί να εκληφθεί ή να εξελιχθεί ως «παρατράγουδο».

Ο παράγων Μπαλτάς

Η τοποθέτηση βέβαια του άλλοτε πολιτικώς προϊσταμένου του Ξυδάκη, πρώην υπερυπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά στο νέο, αυτόνομο ξανά, υπουργείο Πολιτισμού δεν δίνει το σήμα ότι εγκαταλείπεται εκείνο το νομοσχέδιο (το οποίο θα επεκτεινόταν στους 60 εποπτευόμενους οργανισμούς) ούτε ότι η στρατηγική της νέας κυβέρνησης θα διαφέρει στον εν λόγω τομέα από εκείνη του Ξυδάκη.

Εκείνος άλλωστε, μετά την αποπομπή του τέως διευθυντή στο Εθνικό Σωτήρη Χατζάκη, διόρισε με την παλιά λογική και εν μέσω αντεγκλήσεων και τον Στάθη Λιβαθινό και τα μέλη του ΔΣ, δίχως να ελεγχθεί αν οι διορισμένοι μπορούν να έχουν αγαστή συνεργασία.

Η συνεργασία λοιπόν δεν έφερε συμφωνία (όπως γινόταν με προηγούμενα ΔΣ, που είτε ομονοούσαν με τον διευθυντή είτε –παίζει κι αυτό –δεν έμπαιναν στη διαδικασία της διάστασης απόψεων) αλλά τη ρήξη, καθώς η κάθε πλευρά είχε το όραμα ή τη συναίσθηση των ευθυνών της. Και εδώ εννοούνται και οι όποιες νομικές ευθύνες μπορεί να προκύπτουν από επιπόλαιους ή λιγότερο σύννομους χειρισμούς.

Κάτι σαν «Αμλετ» δηλαδή (σε μτφ. Βασίλη Ρώτα): «Η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς κι έτσι το φυσικό το χρώμα της απόφασης ξασπρίζει με τ’ ωχρό φκιασίδωμα της σκέψης κι είναι προσπάθειες πνοής μεγάλης κι ευκαιρίας που με την έγνοια αυτή ξεκόβεται η ορμή τους και χάνουν το όνομα της πράξης».

Αλλωστε δεν ήταν και το πλέον φυσιολογικό πράγμα να εμφανιστούν αίφνης –και αντίθετα με τα προηγούμενα χρόνια –ως επίδοξοι χορηγοί του Εθνικού τρία ιδιωτικά ιδρύματα: Ωνάση, Λάτση, Νιάρχου. Και μάλιστα με προφορικές, μόνο προς τον καλλιτεχνικό διευθυντή, διαβεβαιώσεις χορήγησης με ποσά της τάξης των περίπου 200.000 ευρώ έκαστο, που ρητά κατά τον νόμο αλλά και σύμφωνα με τη διατυπωμένη προς τα υπουργεία πρόθεση των ανώτατων κυβερνητικών κλιμακίων πρέπει να ελέγχεται κάθε οικονομική κίνηση.

Εν προκειμένω, εφόσον εγκριθεί από το ΔΣ της κρατικής σκηνής, να ελέγχεται από το υπουργείο Πολιτισμού και το υπουργείο Οικονομικών –ίσως και από πιο ψηλά.

Πολιτιστικές χορηγίες

Αυτή η ξαφνική εκδήλωση ενδιαφέροντος και δη προφορική μέχρι την Τρίτη (οπότε έφτασε γραπτή πρόταση από το Ιδρυμα Ωνάση στον καλλιτεχνικό διευθυντή και διαβιβάστηκε στο ΔΣ για ποσόν 220.000 ευρώ) δεν αποκλείεται να είναι η πρώτη κίνηση της διάθεσης των ιδιωτικών ιδρυμάτων –στο πεδίο μάλιστα των πολιτιστικών χορηγιών που φέρουν και φορολογικά οφέλη, πέρα από τη βελτίωση της εικόνας στην κοινωνία –να εμβολίσουν, χάρη στην οικονομική τους επιφάνεια, τον κρατικά ελεγχόμενο πολιτισμό, όπως διαπίστωνε και πρόσφατη έρευνα του γράφοντος για τη δράση τους, που θυμίζει το επιτραπέζιο Monopoly.
Η παρουσίαση του καλλιτεχνικού προγράμματος του Εθνικού από τον Στάθη Λιβαθινό (κατά κύριο λόγο υιοθέτηση του προγράμματος που είχε εξαγγείλει πριν από την αποπομπή του μέσω ΦΕΚ ο Σωτήρης Χατζάκης) δεν πλαισιώθηκε από τα μέλη του ΔΣ, που κατά μία εκδοχή δεν είχαν κληθεί και κατά άλλη εκλήθησαν αλλά δεν πήγαν.

Οπως πλαισιώθηκε από οικονομικά στοιχεία –τα οποία ανακοινώνει, κατά τον νόμο, ο πρόεδρος του ΔΣ –διά στόματος του μη εγκεκριμένου ακόμη από το Συμβούλιο οικονομικού συμβούλου του Στάθη Λιβαθινού, Νίκου Μανωλόπουλου, πρώην γενικού διευθυντή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Και, τέλος, από δηλώσεις ότι κινδυνεύουν να χαθούν χορηγίες 280.000 ευρώ για την ίδρυση Τμήματος Σκηνοθεσίας στην ιστορική Δραματική Σχολή του Εθνικού. Σχέδιο που όπως ανακάλυψε ο μέχρι τις 31 Αυγούστου διευθυντής της Σχολής Κώστας Γεωργουσόπουλος, υπήρχε ακόμη και στον ιδρυτικό νόμο του 1932 για το Εθνικό Θέατρο.

Σχέδιο τόσων χρόνων που έχει κολλήσει επανειλημμένως νομικά και θεσμικά, αλλά τώρα επανενεργοποιήθηκε από τον Στάθη Λιβαθινό και ως φόρος τιμής στον Νίκο Κούρκουλο, επί διεύθυνσης του οποίου ο ίδιος είχε αναλάβει την Πειραματική Σχολή του Εθνικού.

Η αντίδραση του ΔΣ ήταν η επίκληση του διευθυντή στη «νομιμότητα», στην οποία τα μέλη φαίνεται να επιμένουν ευλαβικά, μέσω (ομόθυμης, όπως διαβεβαίωναν στα «Πρόσωπα») ανοιχτής επιστολής. Με δυο λόγια –και αυτό δεν είναι «Αμλετ» –να μην τραβάει το πάπλωμα που δεν του ανήκει, με αιχμές ότι δεν απέρριψαν, όπως τους καταλόγισε, καμία χορηγία, αλλά δεν έχει υποβληθεί γραπτώς –και σύννομα –καμία πρόταση ιδρύματος με έδρα από το Λιχτενστάιν έως τις Βερμούδες, προς έγκριση και αποδοχή.

Από τις 11 Αυγούστου δε, με βάση την επανειλημμένη προφορική διαβεβαίωση του Στάθη Λιβαθινού (που είχε εγκαινιάσει και το πολιτιστικό καμάρι του Ιδρύματος, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με τη σκηνοθεσία του στο «Ο θάνατος του Δαντόν» του Μπίχνερ, τον Ιανουάριο του 2011) ότι το Ιδρυμα Ωνάση ενδιαφέρεται να στηρίξει το έργο του Εθνικού, το ΔΣ είχε ζητήσει γραπτώς την πρόταση.

Η χορηγική επιθυμία που φέρεται να έφτασε στις 5 Αυγούστου, κοινοποιήθηκε μόλις στις 22 Σεπτεμβρίου, για να εγκριθεί (ομόφωνα στη συνεδρίαση της Τρίτης) και να παραπεμφθεί, κατά τον νόμο, στον υπουργό Πολιτισμού και παραπέρα. «Η οικονομική ενίσχυση» αναφέρεται στην πρόταση, «επικεντρώνεται στην υποστήριξη των παραγωγών του Εθνικού για την περίοδο 2015/2016» και «επιθυμία του Ιδρύματος Ωνάση είναι να χριστεί Μέγας Χορηγός της φετινής περιόδου».

Το ζήτημα της οικονομικής διαχείρισης των χορηγιών, που εμφανίζονται αόριστα ως προσωποπαγείς προς τον Στάθη Λιβαθινό και οι δύο από αυτές δεν έχουν φτάσει καν γραπτώς και σύννομα στο ΔΣ μέχρι σήμερα (η χορηγία Λάτση, 280.000 ευρώ, στη μνήμη του Νίκου Κούρκουλου, για την ίδρυση Τμήματος Σκηνοθεσίας στη Δραματική Σχολή, με τριτοβάθμιο τίτλο σπουδών και εκείνη του Ιδρύματος Νιάρχου με την πρόθεση, κατά πληροφορίες, να τηρεί την τακτική του ιδρύματος: να μη «φωνάζεται»), ήταν που φέρεται να έφερε τη ρήξη. Ειδικά όταν υπήρχαν σαφείς εντολές, και μέσω της προηγούμενης διοίκησης του αρμόδιου υπουργείου, να λειτουργούν όλα, κυρίως στα οικονομικά, με διαφάνεια και νομιμότητα.

Δραματική Σχολή

«Δεν αγαπούν όσοι δεν δείχνουν την αγάπη τους» λέει ο Σαίξπηρ στους «Δυο άρχοντες από τη Βερόνα». Και ο Στάθης Λιβαθινός τη δείχνει αυτή την αγάπη του προς το εκπαιδευτικό έργο, πόσω μάλλον από τον θώκο του Εθνικού.

Ετσι, δεν ανανέωσε τη θητεία του Κώστα Γεωργουσόπουλου στη διεύθυνση της Δραματικής Σχολής και σε διαδοχικές συνεδριάσεις του ΔΣ πρότεινε εαυτόν –το έχει το δικαίωμα κατά τον νόμο –στη θέση αυτή, αφού έπεσαν στο τραπέζι δύο άλλα ονόματα που δεν έγιναν δεκτά είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Κάπου εκεί το ΔΣ μίλησε για «υπερεξουσίες» του διευθυντή, ενώ από το περιβάλλον του αφηνόταν να διαρρεύσει ότι δεν έχει καμία σκηνοθεσία στο φετινό πρόγραμμα και δικαιούται να αναλάβει το εκπαιδευτικό έργο που τον ενδιαφέρει τόσο.

Τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του χρόνου, κατά πώς έχει συναινέσει το ΔΣ ή μέχρι το τέλος, επισήμως, της θητείας του Σωτήρη Χατζάκη, την οποία με την τοποθέτησή του θα ολοκληρώσει τύποις μέχρι τον Μάιο του 2016, αν δεν ανανεωθεί.

«Τ’ άλλα είναι σιωπή» («Αμλετ»); Οχι ακριβώς. Το ΔΣ στο οποίο επί τέσσερις μήνες και επί πέντε συναπτές συνεδριάσεις ο διευθυντής προσπαθούσε να εξηγήσει και να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα, τις επιστημονικές ανάγκες και τη νομιμότητα του εγχειρήματος για το Τμήμα Σκηνοθεσίας, ζήτησε χρόνο μέχρι να κατοχυρωθεί (με υπουργική απόφαση τουλάχιστον) η σχολή και να είναι έγκυρο το πτυχίο και το τριτοβάθμιο του εκπαιδευτικού χαρακτήρα της, με πρόγραμμα σπουδών και, φυσικά, άνωθεν έγκριση σε ένα σχέδιο που αριθμεί ήδη 83 χρόνια επιθυμίας.

Αυτό εκλήφθηκε ως άρνηση από τον Στάθη Λιβαθινό, που δεν θεώρησε επιχείρημα τη χορηγία Λάτση αλλά βοήθεια άμα τη ιδρύσει. Και εδώ έρχεται το διόλου σαιξπηρικό: το αβγό θα κάνει την κότα ή η κότα το αβγό; Πώς να έρθει η χορηγία –και γραπτώς –αν δεν ιδρυθεί η σχολή σκηνοθεσίας και πώς να ιδρυθεί δίχως νομιμότητα και τα χρήματα της χορηγίας; Και πώς θα αποκτήσει κύρος τριτοβάθμιας σχολής (στο πρότυπο, ίσως, της Σχολής Καλών Τεχνών) ξεχωρίζοντας από τις αταξινόμητες δραματικές σχολές;

Ακόμη και εκεί το παρελθόν του νυν καλλιτεχνικού διευθυντή δεν δείχνει μεγαλοθυμία ή ευελιξία στη χρήση δασκάλων εγνωσμένου κύρους στη σχολή (θεωρώντας τα ίσως «παλαιά», παρότι η σχολή γνώρισε έντονα το «νέο» π.χ. επί εποχής Γιάννη Χουβαρδά), εκπαιδευτικό θεσμό που, όπως του επισήμανε το ΔΣ στην επιστολή του, «δεν στήνεται σε δύο μήνες».

Ακόμη και στο κλιμάκιο αρχαίου δράματος που του είχε προταθεί παλαιότερα δεν δεχόταν να διδάξουν άλλοι, από τη στιγμή που ο ίδιος είναι εκεί και ενεργός σκηνοθέτης. Κι ας του ενέκρινε το ΔΣ όσους δασκάλους ζήτησε για τη νυν Δραματική Σχολή του Εθνικού (ανάμεσά τους και τον Λιθουανό Τσέζαρις Γραουζίνις, εκπρόσωπο της, ας το πούμε, «ρωσικής σχολής» που φέρεται να θέλει να εισαγάγει στο δικό του θεατρικό «νέο» ο Στάθης Λιβαθινός).

Το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ

«Κάτι κολασμένο έρχεται προς το μέρος μας» («Μάκβεθ»). Κάπως έτσι, και όχι με σιωπή, αντιμετώπισε το ΔΣ και τη σύμβαση με εταιρεία παροχής συμβουλών επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων –κυρίως σε φαρμακευτικές εταιρείες –που συνήψε ο καλλιτεχνικός διευθυντής, αρνούμενο να τις επικυρώσει λόγω «υπερβολικών αμοιβών και φαινομένων φοροδιαφυγής» όπως ανέφερε στην επιστολή του. Αποτέλεσμα; Η εταιρεία αποσύρθηκε από τη συμφωνία για λόγους «ευθιξίας».
Κάποιοι έσπευσαν να διακρίνουν σε αυτή την ιστορική ρήξη στους κόλπους του Εθνικού ακόμη και υποψίες κόντρας κομματικών φατριών ή προσπάθειας για επιβολή της προγραμματικής –πολιτιστικής –διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ περί «αναδιάρθρωσης του θεσμικού πλαισίου των Κρατικών Θεάτρων και της Λυρικής Σκηνής, με στόχο την οικονομική διαφάνεια και τον περιορισμό των υπερεξουσιών του καλλιτεχνικού Διευθυντή».

Σύγκρουση οραμάτων και σκεπτικών; Ισως. «Σκεπτικό είχαν και οι Ναζί για τον σφαγιασμό των Εβραίων» ακούστηκε η ατάκα του καλλιτεχνικού διευθυντή για το ΔΣ κατά την παρουσίαση του προγράμματος. Φράση που «μάζεψε», τις προάλλες, σε ανοιχτή επιστολή του, στην ιστοσελίδα του Εθνικού.

Αυτή η ιστορία ρήξης ίσως μόνο θεατρικά και με το αέναο ερώτημα του σαιξπηρικού «Αμλετ» θα μπορούσε να κλείσει: «Τι ‘ναι το πνεύμα ανώτερο, να υποφέρεις πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης ή να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ’ ένα πέλαο βάσανα κι αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος;».