Ενα σύννεφο αβεβαιότητας πλανάται πάνω από τα κεφάλια των δημοσκόπων. Εχουν στα χέρια τους έρευνες στιγματισμένες από γκρίζες ζώνες, πολύ περισσότερες από ό,τι σε άλλες αναμετρήσεις. Η ανασφάλειά τους δεν έχει να κάνει μόνο με τη (σχεδόν) ισοπαλία που καταγράφεται μεταξύ των δύο διεκδικητών της πρωτιάς. Πηγάζει και από το γεγονός ότι ορισμένα νούμερα, στα οποία αναγκάζονται να βασίζουν τις εκτιμήσεις τους, είναι τουλάχιστον επισφαλή. Εκείνο που ομολογείται παρασκηνιακά είναι ότι την ανάγνωση δυσκολεύει και το νωπό τραύμα της λανθασμένης πρόβλεψης του δημοψηφίσματος.

1η γκρίζα ζώνη: οι αντιφάσεις

Τι εννοεί ένας δημοσκόπος όταν λέει ότι «δεν κουμπώνουν τα νούμερα»; «Μας βγαίνει στρεβλή η ψήφος του Οχι» λέει ένας από τους πιο έμπειρους ερευνητές. Και εξηγεί ότι το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι ψήφισαν Οχι δεν ταυτίζεται με το πραγματικό ποσοστό του Οχι στην κάλπη. «Μπορεί», λέει ο ίδιος, «να χάνουμε τον κόσμο που είχαμε χάσει και στις μετρήσεις του δημοψηφίσματος.

Στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, η ίδια αναντιστοιχία ανιχνεύεται και στις απαντήσεις για την προηγούμενη ψήφο. Κι εκεί όσοι δηλώνουν ότι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο υπερβαίνουν συνήθως τα πραγματικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός αυτό καθιστά πολύ δύσκολο τον υπολογισμό της συσπείρωσης και των μετακινήσεων ψηφοφόρων.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πού οφείλεται η αναντιστοιχία. Η εικασία των ερευνητών είναι ότι κάποιοι ίσως παρασύρονται από την παράσταση νίκης –που είναι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ –και γι’ αυτό δηλώνουν ότι και την προηγούμενη φορά είχαν ταχθεί με τον νικητή.

2η γκρίζα ζώνη: τα πρόσωπα

Η γενική εικόνα, όπως την περιγράφει παλιός αναλυτής, είναι ότι το έδαφος των ερευνών «είναι παντού σαθρό». «Στις προηγούμενες εκλογές είχαμε απόλυτη βεβαιότητα για το ποιος θα βγει πρώτος. Αυτό που δεν ξέραμε ήταν η διαφορά. Τώρα η κατάσταση μυρίζει 2000. Και τότε είχαμε ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά».

Αλλος ερευνητής δεν βλέπει μόνο ομοιότητες με το 2000, βλέπει και διαφορές. Οντως, και τότε η πρωτιά άλλαζε κάθε μέρα. Τη μία ημέρα ήταν μπροστά το ΠΑΣΟΚ και την επομένη η ΝΔ. Ομως υπήρχαν επιμέρους δείκτες που προδίκαζαν το αποτέλεσμα. Ο ένας ήταν η παράσταση νίκης, στην οποία προηγείτο το ΠΑΣΟΚ. Και ο δεύτερος και κρισιμότερος ήταν η υπεροχή του Κώστα Σημίτη σχεδόν σε όλους τους τομείς έναντι του αντιπάλου του.

Σήμερα, λέει ο ίδιος, δεν υπάρχει καν η διαφορά μεταξύ των προσώπων. Ο Μεϊμαράκης έχει φτάσει, αν όχι ξεπεράσει τον Τσίπρα σε δημοτικότητα, ενώ στον δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία οι δυο τους είναι πολύ κοντά. Εκτός από την ισοπαλία στα κόμματα –που συνέτρεχε το 2000 –αυτή τη φορά έχουμε ισοπαλία και στα πρόσωπα.

«Στις πρόσφατες εκλογές στη Βρετανία τα γκάλοπ έδιναν ντέρμπι μέχρι την τελευταία στιγμή. Εκεί όμως υπήρχε τουλάχιστον ως ένδειξη η μεγάλη διαφορά στην ηγετική εικόνα των δύο υποψήφιων πρωθυπουργών. Ο Κάμερον προηγούνταν συντριπτικά του Μίλιμπαντ. Εδώ, οι δικοί μας είναι σε όλα κοντά. Ακόμη και οι εντυπώσεις από το ντιμπέιτ είναι μοιρασμένες».

3η γκρίζα ζώνη: η αποχή

Ο βαθμός δυσκολίας πρόβλεψης ανεβαίνει και λόγω της αποχής, που αναμένεται ότι θα είναι αυξημένη, αλλά χωρίς να μπορεί να υπολογιστεί το ύψος της. Η κομματική προέλευση των ψηφοφόρων που δεν θα φτάσουν στην κάλπη θα έχει αυτονόητα μεγάλη επίδραση στο αποτέλεσμα. Δημοσκόπος θυμάται ότι το 2009 το ποσοστό της ΝΔ είχε υπερεκτιμηθεί, ακριβώς επειδή ήταν κυρίως οι δικοί της ψηφοφόροι που επέλεξαν να απόσχουν.

4η γκρίζα ζώνη: τα δύο «Φι»

Σε οριακές εκλογές μάχες όπως αυτή που ζούμε τα πάντα μπορεί να παίξουν ρόλο –ιδίως η επικαιρότητα των τελευταίων εικοσιτετραώρων. Στις μετρήσεις που βλέπουμε δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμη οι όποιες εκλογικές επιπτώσεις των δύο «Φι»: της αναζωπύρωσης της λίστας Φαλτσιανί και της υπόθεσης Φλαμπουράρη. Οπως παρατηρεί αναλυτής, το πρώτο «Φι» ενισχύει το εκλογικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ κατά του παλαιού κομματικού κατεστημένου, ενώ το δεύτερο χτυπάει αυτό το αφήγημα στον πυρήνα του. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει εικόνα για το ποια από τις δύο επιδράσεις μπορεί να υπερισχύσει.

5η γκρίζα ζώνη: η Χρυσή Αυγή

Το μόνιμο πρόβλημα των ερευνητών τα τελευταία χρόνια είναι να αποτυπώσουν το ποσοστό της Χρυσής Αυγής. Ομως, όπως λέει άνθρωπος του επαγγέλματος, σε αυτές τις εκλογές «αυτό είναι το μικρότερό μας πρόβλημα».

Υπάρχει άλλωστε η δοκιμασμένη μέθοδος των γάλλων δημοσκόπων τη δεκαετία του ’70. Ηξεραν πού βρίσκεται σταθερά το Κομμουνιστικό Κόμμα και ότι το εκλογικό του ακροατήριο ήταν «μπετόν». Αρα, ακόμη και όταν το μετρούσαν 13% ή 15% το έδιναν στο 20%, που ήταν η συνήθης εκλογική επίδοσή του. Ηταν, όπως λέγεται, «η θέση του». Σε αυτή τη γαλλική λύση λέγεται ότι καταφεύγουν οι έλληνες δημοσκόποι όταν πρέπει να προσδιορίσουν τη Χρυσή Αυγή, η βάση της οποίας τείνει να εμφανίζεται εξίσου παγιωμένη.

6η γκρίζα ζώνη: το τρολάρισµα

Μπορεί να μην ομολογείται από όλους, αλλά στο σινάφι των δημοσκόπων ο εκνευρισμός είναι μεγάλος καθώς ο κλάδος έχει μπει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ιδίως μετά το δημοψήφισμα. Αυτό, σύμφωνα με μια άποψη, επηρεάζει και την ανταπόκριση των ψηφοφόρων, που συχνά μπαίνουν στον πειρασμό να υπονομεύσουν, να τρολάρουν τη διαδικασία απαντώντας χωρίς ειλικρίνεια.

Στη διαδικασία των δημοσκοπήσεων, όπου οι ερωτήσεις είναι πολλές, μπορεί να γίνει μια κάποια διαλογή των σωστών από τα «παλαβά» ερωτηματολόγια. Αλλά, όπως εξηγεί ερευνητής, στα exit polls δεν υπάρχει η πολυτέλεια του φιλτραρίσματος. «Υπάρχει μεγάλη αγωνία και για τις δημοσκοπήσεις που θα δημοσιευτούν τελευταίες» λέει ένας από τους παλαιότερους παράγοντες του χώρου, «και ακόμη μεγαλύτερη αγωνία για τα «πέναλτι»: για το πώς θα αντιμετωπίσουμε το exit poll και το πόσο θα απέχουμε από το αποτέλεσμα».