«Τα παιδιά μού γλίστρησαν μέσα από τα χέρια» αφηγήθηκε στους δημοσιογράφους κλαίγοντας γοερά ο πατέρας των δύο νεκρών αδελφών, του τρίχρονου Αϊλάν και του πεντάχρονου Γαλίμπ, που πνίγηκαν μαζί με την 27χρονη μητέρα τους Ρεχάν και άλλους πρόσφυγες προσπαθώντας να φθάσουν στην Κω. Βγαίνοντας από το νεκροτομείο της τουρκικής πόλης Μούγκλα κοντά στην Αλικαρνασσό, δήλωσε ότι ετοιμάζεται να πάρει τις σορούς και να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Κομπάνι. «Είχαμε σωσίβια γιλέκα, αλλά η βάρκα μας ανατράπηκε όταν οι περισσότεροι ξαφνικά σηκώθηκαν όρθιοι. Κράτησα τη γυναίκα μου από το ένα χέρι, αλλά όταν προσπάθησα να πιάσω τα παιδιά, μου ξέφυγαν». Μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του ο Αμπντάλα Κούρντι αφηγήθηκε πως «το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα και όλος ο κόσμος φώναζε. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η σύζυγός μου και τα παιδιά μου δεν άκουσαν τη φωνή μου. Προσπάθησα να κολυμπήσω έως την ακτή ακολουθώντας τα φώτα, όμως δεν μπόρεσα να βρω την οικογένειά μου όταν έφθασα στη στεριά. Πήγα στο νοσοκομείο και εκεί έμαθα τα άσχημα νέα». Ο Κούρντι με καταγωγή από την κουρδική πόλη Κομπάνι (Βόρεια Συρία) είχε επιχειρήσει και άλλη φορά –χωρίς να τα καταφέρει –να φτάσει στην Ελλάδα με την οικογένειά του. Τότε, το πλοίο τους το είχε αναχαιτίσει το Λιμενικό Σώμα.