Ο βρετανός ιστορικός ανήκει σε εκείνους που αν και από απόσταση, υπερατλαντική στην προκειμένη περίπτωση, παρακολουθούν την ελληνική πραγματικότητα μέσα από τη βαθιά γνώση της νεότερης Ιστορίας της.
Πρόκειται άλλωστε για ιστορικό που έκανε τα πρώτα ακαδημαϊκά βήματά του στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου» ήταν ο τίτλος της διατριβής του, ο οποίος στη συνέχεια έγινε τίτλος και του πρώτου βιβλίου του.
Σε αυτούς τους ρυθμούς δεν κατόρθωσαν να συντονιστούν η γνώση και η αντίληψη για τη σύγχρονη πραγματικότητα και τα αλληλένδετα οικονομικά, πολιτικά και χρηματοπιστωτικά κομμάτια που τη συνθέτουν. Και για αυτό τον λόγο, σύμφωνα με τον ίδιο, η οικονομική κρίση, το βάθος της και η επιμονή της, βρήκαν την Ευρώπη απροετοίμαστη.
Το «λάθος φάρμακο»
Ο ένας είναι «η στήριξη που λαμβάνουν οι ευρωπαίοι πολιτικοί για την πολιτική της λιτότητας από τους ψηφοφόρους των χωρών που εκπροσωπούν, οι οποίοι δεν κατανοούν γιατί πρέπει να δοθούν και άλλα χρήματα στην Ελλάδα». Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το γεγονός ότι στην οικονομική σκέψη «έχει επικρατήσει μια ελίτ που δίνει περισσότερο βάρος στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και όχι αρκετή προσοχή στην ανάπτυξη».
Επιπροσθέτως, «κυριαρχεί μια ηθικολογία, η οποία εντείνει το χάσμα μεταξύ του Βορρά που δανείζει και του Νότου που δανείζεται». Είναι κάτι που ο βρετανός ιστορικός είχε επισημάνει και με αφορμή τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου. «Το ηθικό πρόταγμα που υποστηρίζουν πρέπει να αντικατασταθεί από την αναζήτηση του κοινού συμφέροντος, αν θέλουμε η οικονομία να υπηρετεί και όχι να διευθύνει την Ευρώπη» είχε πει.
Αυτά τα εντοπίζει ο ιστορικός της ελληνικής οικονομίας στη δεκαετία του 1980, όταν η χώρα διόγκωνε βασικούς τομείς του κράτους όπως το σύστημα υγείας για παράδειγμα, ενώ υποχρηματοδοτούσε τη λειτουργία τους αυξάνοντας παράλληλα τις αμυντικές δαπάνες.
Η ρίζα του κακού
Αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι το μήνυμα που θα βγει προς τα έξω». Οσο για τους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι έως τώρα έχουν παραβλέψει την άνοδο του εξτρεμισμού σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ουγγαρία, ο ιστορικός παρατηρεί ότι μάλλον θα αλλάξουν στάση μετά τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία το 2017, όπου ο ίδιος δεν αποκλείει ακόμη και την εκλογική νίκη της αρχηγού του ξενόφοβου Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν.
Το επικίνδυνο με την Ακροδεξιά σήμερα, σε αντίθεση με την Ακροδεξιά που οδήγησε κάποτε στον Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ότι «μιλάει τη γλώσσα της δημοκρατίας». Στην πραγματικότητα, όμως, «η τάση για τη βία, το μίσος κατά των μεταναστών και ο ρατσισμός είναι όλα ίδια», εξηγεί ο ιστορικός που έχει βραβευθεί για το βιβλίο του «Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη» όπου εξετάζει τη λογική (ή, τελικά, την αταξία) της διοικητικής οργάνωσης στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη.
Με άλλα λόγια, όπως έχει σημειώσει ο ίδιος στο παρελθόν, η Ακροδεξιά σήμερα είναι πολιτικά «ευρωσκεπτικιστική», οικονομικά «φασιστική» και, εντέλει, αυτό που εκπροσωπεί είναι πιο επικίνδυνο για τη συνοχή της Ενωσης από οτιδήποτε μπορεί να προκύψει από λαϊκιστικές τάσεις της Αριστεράς.
Τελικά, προσθέτει, αυτό που μπορεί να προστατεύσει την Ευρώπη από το παρελθόν της είναι η ίδια η ανάμνηση του παρελθόντος. «Είχαμε ήδη μία φορά Ναζί στην Ευρώπη, επομένως μπορούμε, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, να θυμηθούμε τι σήμαινε αυτό» λέει στα «ΝΕΑ».