Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ είναι πολιτικά πιο επίκαιρη από ποτέ. Το περιεχόμενό της, όμως, αντανακλά μια ριζοσπαστική πολιτική αμφισβήτηση που περιστρέφεται γύρω από το θέμα διατήρησης της εθνικής κυριαρχίας/ανεξαρτησίας και πολλές φορές ρέπει προς μια αντιευρωπαϊκή εχθρότητα. Πού οφείλεται η εξέλιξη αυτή;

Η διεύρυνση αρμοδιοτήτων της ΕΕ έχει καταστήσει τις πολιτικές της Ενωσης κεντρικό χαρακτηριστικό των εθνικών πολιτικών, με τα κράτη – μέλη να «ανακαλύπτουν» ότι η διαμοιραζόμενη κυριαρχία πολλές φορές περιορίζει την ελευθερία κινήσεων που διαθέτουν οι κυβερνήσεις να ανταποκριθούν στα αιτήματα των πολιτών τους. Επιπρόσθετα, η διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη είχε αρνητικό αντίκτυπο στη μορφή που έλαβε η συνεργασία στην ΕΕ. Οχι μόνο υποχώρησε ο ρόλος της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και τα τετελεσμένα που έθεσαν οι ισχυρές χώρες της ευρωζώνης σε διακυβερνητικό επίπεδο καρκινοβάτησαν ως προς τη δημοκρατική νομιμοποίησή τους.

Ετσι, τα κόμματα που παραδοσιακά στήριζαν την ΕΕ δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν τις πιέσεις που η ίδια η ΕΕ προκαλεί. Εάν στηρίξουν και αποδεχτούν τις πολιτικές επιλογές της Ενωσης, πώς θα αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη αντίθεση εκ μέρους των πολιτών; Το δίλημμα επιδεινώνεται από την ανάπτυξη λαϊκιστικών ή εθνικολαϊκιστικών κομμάτων και αριστερών και δεξιών, ο λόγος των οποίων διευκολύνει τη διάχυση της πολιτικής αντίδρασης ενάντια στην ΕΕ. Η αντίδραση αυτή έχει λάβει απειλητικές διαστάσεις –έστω και αν, από περίπτωση σε περίπτωση, έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Η αντίδραση αυτή δεν στοχεύει μόνο στην κριτική και τη διόρθωση προβληματικών πτυχών και πολιτικών της ΕΕ. Είναι εχθρική και απορριπτική συλλήβδην της ΕΕ, που θεωρείται ότι συμβάλλει στην «απίσχνανση» της εθνικής ακεραιότητας και κυριαρχίας.

Στο πλαίσιο αυτό τα περισσότερα κράτη – μέλη βρίσκονται αντιμέτωπα με το σοβαρό δίλημμα αποδοχής ή απόρριψης των απαιτήσεων/υποχρεώσεων της ΕΕ. Οταν τα κράτη αρνούνται να ακολουθήσουν, η ΕΕ πλαισιώνεται ως ένα μόρφωμα που δεν διαθέτει την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει κρίσιμα προβλήματα. Οταν αποδέχονται τις πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ, μεταφέρουν την πολιτική ευθύνη στην Ενωση. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο: απώλεια νομιμοποίησης της ΕΕ και εγκλωβισμός των φιλευρωπαϊκών κομμάτων σε αυτό που η επιστημονική βιβλιογραφία αποκαλεί «περιοριστική διαφωνία» –κάτι που σημαίνει ότι όσα αποφασίζονται ή μπορούν να γίνουν στην ΕΕ αμφισβητούνται όλο και περισσότερο στο πεδίο της εθνικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, είναι ένα πρωτόγνωρο σπιράλ αντιευρωπαϊσμού και ευρωφοβίας που απειλεί με επιστροφή στις εθνικές περιχαρακώσεις.

Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η ΕΕ οφείλει να διαμορφώσει μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς κανόνες/θεσμούς και τους περιοριστικούς κανόνες για την άσκηση εθνικής πολιτικής. Σωστά, αν θέλουμε όμως να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε την ΕΕ, χρειάζεται τα φιλευρωπαϊκά κόμματα να επινοήσουν έναν πολιτικό λόγο που δεν θα αντιμετωπίζει την Ενωση ως κάτι απόμακρο και αφηρημένο. Λόγο που κατανοεί και αντιμετωπίζει την ΕΕ γι’ αυτό που πραγματικά είναι, όχι μόνο ως θεσμικός χώρος εθνικών ανταγωνισμών/συμφερόντων, αλλά ως μια ανοικτή και συνεχιζόμενη διαδικασία ανθρώπινων σχέσεων ισχύος, πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών. Η ΕΕ δεν γεννήθηκε από «κεραυνοβόλο έρωτα». Αποτελεί μέρος της ιστορικής λύσης που δόθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου μακρά περίοδο ειρήνης, ευμάρειας και σταθερότητας στην πιο συγκρουσιακή ήπειρο του πλανήτη, καταφέρνοντας να εντάξει τα κράτη σε δίκτυα αλληλεξάρτησης και διασυνδέσεων στην οικονομία, στην πολιτική, στον πολιτισμό και στην επιστήμη/εκπαίδευση. Η ΕΕ ήταν και παραμένει ο πρόδρομος αυτής της εξέλιξης, τα πλεονεκτήματα της οποίας, παρά τη σημερινή εμπλοκή, οφείλουμε να ενισχύσουμε. Και ειδικότερα την εποχή της έντονης αλληλεξάρτησης, όπου μόνο μέσα από την υπερεθνική συνεργασία μπορεί η εθνική πολιτική να αποκτήσει αξιοπιστία και την ικανότητα να παρεμβαίνει αποτελεσματικά. Κανένα κράτος στον σύγχρονο κόσμο δεν δύναται να πιστεύει στην στρατηγική της εθνικής απομόνωσης.

Το επιμύθιο μπορεί να ανήκει στον γερμανό κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ, ο οποίος έγραψε, λίγο πριν πεθάνει, την περασμένη Πρωτοχρονιά: «Και μετά την κρίση, πάλι θα χρειαζόμαστε πιο πολλή Ευρώπη για να αντέξουμε την επόμενη και μεθεπόμενη κρίση –πάντα σύμφωνα με την κοσμοπολιτική επιταγή: συνεργασία ή αποτυχία».

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ