Ο Ντιπάν (ήρωας της ομώνυμης ταινίας του Ζακ Οντιάρ, που έφυγε από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα) αφήνει πίσω τη Σρι Λάνκα. Είναι ένας πρώην μαχητής Ταμίλ. Φεύγει μαζί με μια σύζυγο (που δεν είναι η σύζυγός του) και μια κόρη (που δεν είναι η κόρη του) αφήνοντας πίσω του νεκρούς συμπολεμιστές και όνειρα «πατριωτικά» για ένα καινούργιο ξεκίνημα στην Ευρώπη. Παριστάνοντας τη φαμίλια ζητούν άσυλο στη Γαλλία για να καταλήξουν στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Οι συμπλοκές των εκεί συμμοριών, γνώριμο σκηνικό. Ο Ντιπάν αγγίζει τα όριά του. Ο Ζακ Οντιάρ είναι με διαφορά ο πιο καλοντυμένος σκηνοθέτης των Καννών. Με υποδέχεται με ένα άσπρο κοστούμι και καθόμαστε στο μπαλκόνι, δύο ημέρες πριν από την προχθεσινή βράβευσή του.

Καλημέρα, κύριε Οντιάρ.

Και σ’ εσάς. Αρχίζει να αδειάζει κάπως το τοπίο, έτσι δεν είναι; Πρέπει να έχουν αποχωρήσει αρκετοί συνάδελφοί σας. Προτιμώ τους άδειους δρόμους όμως –κι ας καίει ο ήλιος. Αντέχουμε.

Φυσικά, ως ντόπιοι. Δεν ισχύει το ίδιο και για τους μετανάστες.

Λογικό: ένας μετανάστης έχει πολλά πρόσωπα, αν κοιτάζεις από έξω προς τα μέσα. Συμβαίνει όμως και κάτι πολύ παράξενο στο γαλλικό σινεμά: υπάρχουν εκεί έξω σκηνοθέτες που πιστεύουν πως από τη στιγμή που ο ήρωάς τους είναι μετανάστης, η ταινία τους είναι και πολιτική. Αστεία πράγματα δηλαδή. Η πολιτική αξία μιας ταινίας εντοπίζεται αλλού. Να το πω πιο απλά: επιτρέπει ο σεναριογράφος σ’ αυτούς τους ήρωες να μιλήσουν στη μητρική τους γλώσσα;

Τι, δεν είναι πολιτική θέση αυτό;

Φυσικά και είναι. Γι’ αυτό γυρίσατε μια ταινία στα σύνορα του Παρισιού με ήρωες μετανάστες από τη Σρι Λάνκα;

Τι να σας πω, αισθάνομαι περιορισμένος όταν οι επιλογές μου σταματούν στα σύνορα της πατρίδας μου. Δεν θέλω να δουλεύω μονάχα με γάλλους ηθοποιούς. Και μην ξεχνάτε το σημαντικότερο. Κάνω ένα σινεμά που έχει τις ρίζες του στον ρεαλισμό –αν προτιμάτε τον όρο «νατουραλισμός», κανένα πρόβλημα.

Εδώ, όμως, το σενάριο θα επιβάλει και τη φόρμα.

Αυτό ακριβώς συνέβη εδώ. Και το κατάλαβα στο γύρισμα. Το φιλμ σχεδόν «απαίτησε» μια δική του, ακατέργαστη υφή. Εμοιαζε λες και ήθελε να παραμείνει αταξινόμητο μέχρι τέλους. Η εισαγωγή μοιάζει να προέρχεται από ταινία πολεμική –μετά εξελίσσεται ως δράμα, μετά αρχίζει το πιστολίδι (γέλια). Πίσω απ’ όλα όμως υπάρχει η ιστορία αυτής της «φτιαχτής» οικογένειας, που κατασκευάστηκε για να σωθεί.

Τι φοβάστε σε κάθε γύρισμα;

Την απώλεια ελέγχου. Και τις παγίδες που κρύβει ένα δράμα.

Ποιες είναι αυτές;

Η αγιοποίηση των ηρώων σου. Επίσης αυτή η ενοχλητική συνήθεια πολλών σκηνοθετών που εντοπίζουν μια κάποιου είδους «ποίηση» στη φτώχεια. Κάποιος μου πρότεινε να περάσω από οντισιόν αληθινούς μισθοφόρους της Σρι Λάνκα. Παράξενη σκέψη, αλήθεια.

Η ταινία παίρνει το όνομά της από αυτό του κεντρικού της ήρωα.

Κοιτάξτε, η αναζήτηση του γενικού τίτλου εδώ στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία. Πάει καιρός που αναζητούσαμε μια επωνυμία για το φιλμ, αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε τίποτα –και ο χρόνος περνούσε. Με άλλα λόγια, εγώ φταίω. Μου πρότειναν πάντως να διαλέξω ανάμεσα σε μια χούφτα ανόητων τίτλων. Ε, διάλεξα τον λιγότερο ανόητο εξ αυτών (γέλια).

Μία από τις σημαντικότερες ταινίες σας είναι «Ο χτύπος που σταμάτησε η καρδιά μου», ένα ριμέικ μιας παλαιότερης αμερικανικής ταινίας, ονόματι «Fingers». Πώς σας φαίνεται ένα ταξιδάκι μέχρι την Αμερική;

Γιατί να πάω στο Χόλιγουντ; Μόνο την ελευθερία του Πολ Τόμας Αντερσον και των Κόεν θαυμάζω, αλλά δεν έχω ψευδαισθήσεις. Το σύστημα εκεί είναι πολύ σφιχτό. Ας γυρίσω όλο τον κόσμο για να στήσω ένα φιλμ. Η βάση μου θα είναι πάντα εδώ. Την έχουμε δει χίλιες φορές την Αμερική στο σινεμά. Η Ευρώπη είναι ακόμη ανεξερεύνητη. Επίσης, μόνο εδώ θα μπορούσα να γυρίσω μια ταινία χωρίς έναν δυτικοευρωπαίο χαρακτήρα. Φαντάζεστε τα μούτρα των αμερικανών παραγωγών; Σκεφτείτε αυτή την ταινία, εδώ. Ας πούμε πως ήταν η ιστορία μεταναστών στις ΗΠΑ. Πόσες φορές έχετε δει κάτι ανάλογο στο σινεμά; Δεν θα βαριόσασταν;

Αναρωτιέμαι αν κι εσείς βρίσκετε βαρετή την προοπτική τού να φιλμάρετε ένα απλό θρίλερ. Μια ταινία αφιερωμένη σε ένα και μόνο είδος.

Τα κινηματογραφικά είδη για μένα αποτελούν μια μορφή δούρειου ίππου. Από τις μεγάλες εποχές του νουάρ ισχύει αυτό. Τότε δηλαδή που το είδος χρησιμοποιήθηκε ως η αφορμή για να ειπωθούν άλλα, σπουδαία πράγματα. Σκέψου πως όταν ξεκινήσαμε το γράψιμο, η αρχική μας πρόθεση ήταν να στηθεί ένα ριμέικ στα «Αδέσποτα σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα.

Και πώς καταλήξατε εδώ;

Οι συγκρούσεις των ηρώων μου με πήγαιναν σε διαφορετικά μονοπάτια, κάθε φορά που ξαναγράφαμε το σενάριο. Προκαλούσαμε διαρκώς τους εαυτούς μας. Είχαμε την ελευθερία να το κάνουμε. Γράφω συνέχεια, ξέρετε. Κι όταν τελειώσουμε αυτήν τη συνέντευξη, θα πάω να γράψω πάλι. Το μόνο που θέλω είναι να κάνω ταινίες.

Στην πατρίδα σας σάς αποκαλούν «γάλλο Σκορσέζε». Πόσο εύκολο είναι να δεχτεί κανείς ένα τέτοιο παρατσούκλι;

Τι να σας πω, όντως το λένε. Και πρέπει να παραδεχτώ πως βασίστηκα αρκετά στο σινεμά του Σκορσέζε για να στήσω τις σκηνές δράσης στο φινάλε –είναι όντως εμπνευσμένες από το σινεμά του. Νομίζω, πρώτη φορά το λέω αυτό δημοσίως.