Μετά την ήττα του Εργατικού Κόμματος στις βρετανικές εκλογές της 7ης Μαΐου –τη μεγαλύτερη τις τελευταίες τρεις δεκαετίες –δρομολογήθηκε η διαδικασία επιλογής του νέου αρχηγού. Ωστόσο χωρίς τίμια ανάλυση της ήττας, υπάρχει ο κίνδυνος η επιλογή αυτή να στρώσει τον δρόμο σε μια παρόμοια απογοήτευση στις εκλογές του 2020.

Η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο τώρα και στη δεκαετία του 1980 είναι ότι τότε οι Εργατικοί άρχισαν να ανεβαίνουν έπειτα από μια περίοδο σχεδόν ανυπαρξίας. Ενώ σήμερα έχουμε πάρει τον κατήφορο έπειτα από ένα άνευ προηγουμένου σερί τριών εκλογικών θριάμβων, που ξεκίνησαν το 1997 με τον Τόνι Μπλερ.

Δεν χάσαμε επειδή το Εργατικό Κόμμα τάσσεται υπέρ της ισότητας. Η Βρετανία, παρά τις ταξικές της ιδιαιτερότητες, πιστεύει στην κοινωνική δικαιοσύνη. Είμαστε μια κοινωνία που δεν αποκλείει και που θέλει για τον καθένα μια δίκαιη αρχή στη ζωή του. Δεν περιμένουμε να γίνουν όλοι ίσοι, αλλά θεωρούμε δεδομένο ότι οι πολιτικοί μας μάχονται εναντίον των ανισοτήτων. Ο Εντ Μίλιμπαντ, απερχόμενος ηγέτης των Εργατικών, όχι μόνο ενσάρκωσε αυτή την αφοσίωση στην κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά επισήμανε και κάτι άλλο. Και αυτό ήταν το γεγονός ότι από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, η δυσφορία του κοινού για την ανισότητα μετατράπηκε σε οργή για το όλο και μεγαλύτερο χάσμα που χωρίζει εισοδηματικά τους πλούσιους από τους φτωχούς.

Αλλά η απόπειρα του Εντ Μίλιμπαντ να χρησιμοποιήσει αυτό το συναίσθημα εναντίον των Συντηρητικών δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Ποντάροντας στη λαϊκή πεποίθηση ότι η ηγεσία των Τόρις είναι μια λέσχη πλουσιόπαιδων, προσπάθησε να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους της εργατικής και της μεσαίας τάξης εναντίον των πλουσίων και των ισχυρών συνδέοντας τα προνόμιά τους με τους πολιτικούς αντιπάλους του. Φυσικά οι Συντηρητικοί χρησιμοποίησαν την ίδια τακτική αλλά από την ανάποδη, προκειμένου να στρέψουν τα υψηλότερα εισοδήματα εναντίον εκείνων που λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα χωρίς υποτίθεται να τα δικαιούνται.

Το αποτέλεσμα ήταν μια κούρσα για την πιο πειστική ρητορική, την οποία κέρδισαν οι Συντηρητικοί. Γιατί; Εν μέρει επειδή όλοι εμείς οι υπόλοιποι δεν πληρώνουμε για τα πλούτη των πλουσίων (εκτός αν φοροδιαφεύγουν), ενώ οι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν το γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Βρετανίας, έχοντας καμιά φορά την αίσθηση ότι οι άνεργοι είναι μάλλον άεργοι.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι Εργατικοί έχασαν την κούρσα είναι ότι οι Βρετανοί δεν θέλουν να δουν τις εισοδηματικές ανισότητες να μετατρέπονται σε ταξικό πόλεμο. Στην αρχή της ηγεσίας του, ο Εντ Μίλιμπαντ έθετε το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας κάτω από το πρίσμα του «ενός έθνους». Στην προεκλογική εκστρατεία του έδειξε ότι ήθελε να στρέψει τους μισούς Βρετανούς εναντίον των άλλων μισών. Δεν βοήθησε τον Μίλιμπαντ το γεγονός ότι, όντας ο ίδιος Βορειοϊρλανδός με σπουδές στην Οξφόρδη και στο Χάρβαρντ, δεν είχε προσωπική εμπειρία από τη ζωή των ανθρώπων την οποία υπερασπιζόταν. Δεν ήταν τόσο η ουσία της ανισότητας που απέρριψαν οι ψηφοφόροι όσο ο τρόπος που πλασαρίστηκε. Η ιδεολογική σταυροφορία του δεν ήταν πειστική.

Υπήρχε όμως και ένα άλλο εμπόδιο που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ο Μίλιμπαντ: τι θα έκανε μια δική του κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανισότητας; Καθώς δεν διέθετε ρεαλιστικό πρόγραμμα για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας με αναδιανεμητικό τρόπο, κατέφυγε σε μία σειρά από παροχές υψηλού κόστους. Πολλοί τις καλοδέχτηκαν. Συγχρόνως όμως τους φαίνονταν ανεφάρμοστες σε οικονομικά χαλεπούς καιρούς, ενώ κανείς δεν ξεχνούσε ότι οι Εργατικοί είχαν χάσει τον έλεγχο της οικονομίας πριν από το 2010.

Ποια είναι λοιπόν τα συμπεράσματα από τη συντριβή των Εργατικών στις εκλογές; Κατ’ αρχάς, ένα κόμμα που ομνύει σε ριζοσπαστικές αλλαγές πρέπει να είναι προσεκτικό στη μετάδοση του μηνύματος. Οι έχοντες είναι έτοιμοι να κάνουν θυσίες για τους μη έχοντες, αλλά πρέπει να τους αντιμετωπίζει κανείς λογικά και όχι μέσα από το διώνυμο «εμείς και αυτοί», καθώς κάτι τέτοιο περισσότερο υπονομεύει παρά χτίζει συναινέσεις. Ενώ ο λαός παραδέχεται τους Εργατικούς για την αφοσίωσή τους στην κοινωνική δικαιοσύνη, δεν θέλει να συμμετάσχει σε κάτι που του φαίνεται ιδεολογική βεντέτα.

Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι οι πολίτες θα απορρίπτουν πάντα έναν ηγέτη που βρίσκεται στα αριστερά του Τόνι Μπλερ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι δεν βλέπουν την επιχειρηματική τάξη ως εχθρό. Η αριστερή ρητορική πρέπει να συνοδεύεται από ρεαλιστικό πρόγραμμα. Διαφορετικά, το μήνυμα δείχνει σαν να μην έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Ο πρόεδρος του διεθνούς προοδευτικού ινστιτούτου Policy Network Πίτερ Μάντελσον ήταν υπουργός των Εργατικών επί των κυβερνήσεων Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν