Θα ξεκινήσω με δύο προσωπικές εμπειρίες. Ηδη το 1961, όταν ταξίδεψα στην Αμερική και επισκέφτηκα Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Σικάγο και Λος Αντζελες, πέρα βέβαια από τον θαυμασμό για μια χώρα με εκπληκτικές επιδόσεις, ιδίως για τη δική μας τραυματική εμπειρία, στην επιστήμη και στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τρόμαξα όταν στα δημόσια πάρκα είδα ηλικιωμένους ανθρώπους, αξιοπρεπείς, καθαρούς, με σαφή μικροαστική και μεγαλοαστική καταγωγή να έχουν εγκατασταθεί μονίμως σε παγκάκια με ένα ψυγειάκι, μια γκαζιέρα, μια βαλίτσα, λίγα στρωσίδια και μια ομπρέλα, και για τη βροχή, και για τον καύσωνα. Ρώτησα και με πληροφόρησαν πως ήταν γονείς πεταγμένοι από τα παιδιά τους στον δρόμο, που ζούσαν με μια γλίσχρα σύνταξη της πρόνοιας επειδή πιθανόν δεν είχαν κατορθώσει να έχουν ιδιωτική ασφάλιση. Οταν έπιανε δυνατή μπόρα κατέφευγαν στα ολονύχτια ανοιχτά σουπερμάρκετ στη Νέα Υόρκη.

Το 1990 βρέθηκα στη Μόσχα, εποχή Γκορμπατσόφ και επικείμενης ανόδου του οινοβαρούς Γέλτσιν. Καλεσμένος επισήμως ως πρόεδρος τότε του Εθνικού Θεάτρου κατέλυσα στο ξενοδοχείο Ουκρανία, έναν από τους ουρανοξύστες της σοβιετικής πρωτεύουσας που φιλοξενούσαν συστηματικά ξένες ή από τις σοβιετικές δημοκρατίες αντιπροσωπείες. Σε κάθε όροφο των 35 που είχε το ξενοδοχείο υπήρχε ρεσεψιόν, τρεις οκτάωρες βάρδιες (35 Χ 3 = 105 υπάλληλοι) που απλώς σου έδιναν το κλειδί του δωματίου. Σκέφτηκα πως όλοι αυτοί ήταν μέλη του κόμματος και πληρώνονταν από τον μόχθο των βιομηχανικών εργατών. Εκαναν όμως και άλλη δουλειά. Πρότειναν στους ενοίκους για ερωτική συνεύρεση κοριτσάκια 13-15 ετών, που κάθονταν δίπλα τους βαμμένα έντονα και αδύνατα σαν καλαμάκια. Εξω από το πολυτελές ξενοδοχείο, που την εποχή που διημέρευσα φιλοξενούσε και μια ομάδα αμερικανών εφήβων προσκόπων, ξημεροβραδιάζονταν γηραλέοι απόμαχοι σοβιετικοί στρατιώτες και ανάπηροι του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και πουλούσαν στους ξένους επισκέπτες τα πολεμικά τους παράσημα ανδρείας. Τα Αμερικανάκια τα αγόραζαν και τα καρφίτσωναν στα αμπέχονά τους δίπλα σε σήματα της Μερτσέντες, της BMW, της Κάντιλακ που αποσπούσαν από τα αυτοκίνητα. Ηταν μόδα τότε.

Δύο εικόνες των δύο κόσμων μέσα στις Συμπληγάδες των οποίων προσπαθούσαμε να αρθρώσουμε την περηφάνια της γενιάς μας και να βιώσουμε συνάμα την καταρράκωση των ελπίδων που μας παρηγορούσαν όταν βγαίναμε από το παγκόσμιο μακελειό. Οι δύο αυτές εικόνες ήταν μια από τις τραγικές πλευρές των δύο ιδεολογιών των νικητών.

Το θέατρο όπως και η λογοτεχνία και το σινεμά αποτύπωσαν αυτή τη μεταπολεμική πορεία των δύο μεγάλων δυνάμεων με τη διαφορετική φιλοσοφία και οργάνωση ζωής. Και τώρα, τα τελευταία χρόνια, 70 χρόνια μετά τη νίκη τους επί της βαρβαρότητας (ήδη γιορτάζονται παντού με παρελάσεις οι προδομένες ελπίδες) έχουμε μια τέχνη, και μας αφορά εδώ το θέατρο, όπου το διεισδυτικό νυστέρι των συγγραφέων καταγράφει μια νέα βαρβαρότητα που έγινε η κυρίαρχη ιδεολογία και των δύο αντίπαλων και διακριτών ιδεολογικών πολιτικών συστημάτων.

Δύο σημαντικά έργα από τις ερημιές των δύο κόσμων παίζονται στην Αθήνα αυτή την εποχή. Και τα δύο με σημαντικές ερμηνευτικές προτάσεις. Στο Θέατρο Αθηνών η Ολυμπία Σκορδίλη, θεατρολόγος, μετέφρασε το σκληρό κείμενο του γνωστού και για άλλα εξαίρετα έργα άγγλου συγγραφέα Φίλιπ Ρίντλεϊ: «Vincent River». Είναι το όνομα του ήρωα –γύρω από τον θάνατο του οποίου από μια ομάδα αδέσποτων αλητών περιστρέφεται μια εξόχως δραματουργική δομή δίκην ελεγείας, φθόνου, φίλτρου, τρυφερότητας και άπωσης ανάμεσα στην ενοχική μητέρα του «διαφορετικού» θύματος και του δειλού εραστή του. Το έργο έχει ως υπόβαθρο μια υπόθεση που θα μπορούσε να είναι αντλημένη από το αστυνομικό δελτίο, αλλά η δεξιοτεχνία του Ρίντλεϊ μας οδηγεί στα σκοτεινά υπόγεια των ενοχών, των αποκλεισμών, των προδοσιών, της εφήμερης ηδονής, της απρόσωπης βίας και εν γένει της έκπτωσης στον καπιταλιστικό κόσμο κάθε ουμανιστικής ηθικής, κάθε ανθρωποκεντρικού ορθολογισμού. Τα πρόσωπα είναι έρμαια των παθών και έρμαια ενός συστήματος οικονομοτεχνικού που παράγει βία και ηδονή της βίας, οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι, μετεωρίζονται ανάμεσα στο χάος και στη συμπίεση, στα ένστικτα και στις κερδαλεόφρονες νόρμες. Ο σκηνοθέτης Νίκος Καραγέωργος δίδαξε μια παράσταση με ελεγχόμενες αισθητικά εντάσεις, ανατροπές και αποκαλύψεις ώστε να αναδείξει την ψυχολογική πορεία δύο ανθρώπων που τους ενώνουν η ενοχή, η ιδιοτέλεια, ο τρόμος και το υπαρξιακό κενό που προκαλεί ένας αναίτιος θάνατος.

Λειτουργικά τα σκηνικά της Κοκκορού και οι φωτισμοί του Δ. Παπαδόπουλου. Λιτό το ερμηνευτικό σχόλιο video του Κ. Πορφύρη.

Η Πέγκυ Σταθακοπούλου είναι αφοπλιστικά λιτή μέσα στον υπαρξιακό της τρόμο, τις ενοχές μιας μάνας που δεν κατάλαβε και μιας γυναίκας που μονάζει στην ερημιά της. Ωριμη υπόκριση χωρίς εντυπωσιασμούς. Η φρίκη και οι τραυματικοί φόβοι δεν είναι πάντα κραυγαλέοι.

Ο Αργύρης Αγγέλου έχει αξιοποιήσιμα προσόντα αλλά το πάθος, οι ενοχές, η δειλία που ζητάει ο συγγραφέας, η φυγή μπροστά στην ευθύνη δεν χρειάζονται ούτε πολύ σφίξιμο ούτε εξπρεσιονιστικές φωτοσκιάσεις Εμφανές το τρακ στην πρεμιέρα. Η επανάληψη θα φέρει το μέτρο.

«Το παγκάκι»

Στον πολυχώρο Vault στο Γκάζι ο Γρηγόρης Καραντινάκης μετέφρασε και σκηνοθέτησε με νατουραλιστική μεθοδολογία ένα τυπικό ως προς τη δραματουργική γραφή έργο του σπουδαίου ρώσου συγγραφέα Αλεξάντερ Γκέλμαν (έχουμε θαυμάσει το έργο του «Πρόσωπο με πρόσωπο» με σκηνοθέτη τον Εφρέμοφ με τους Καρέζη – Καζάκο και με τον τίτλο: «Και τώρα οι δυο μας» με τους Κιμούλη – Αγλ. Παππά). Τίτλος του: «Το παγκάκι». Ακριβώς το παγκάκι που με πλήγωσε στη Νέα Υόρκη, τώρα με πληγώνει ως κοινωνικό σύμβολο στο λυκόφως της Σοβιετικής Ενωσης. Δύο παρίες του συστήματος, δυο γρανάζια ενός κόσμου που υποσχέθηκε να αλλάξει και έπεσε στον λάκκο που του άνοιξε ο αντίπαλος, προσπαθούν να κρεμαστούν ο ένας στο ψέμα του άλλου, να ζητιανέψουν στοργή, να αναζητήσουν στέγη, ψωμί και ασφάλεια, χρησιμοποιώντας ως δόλωμα φτηνό και χυδαίο την ερωτική προσφορά. Η μοναξιά του ανθρώπου μέσα σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο, που κάποτε ονειρεύτηκε να γίνει καρποφόρα επικράτεια και λίκνο πολιτισμού.

Τα Κίτρινα Ποδήλατα έχουν γράψει έξοχη μουσική και δύο θαυμάσιοι ηθοποιοί υπηρετούν το αιχμηρό, σπαραξικάρδιο, ιλαροτραγικό κείμενο.

Ο Αλέξανδρος Καλπακίδης παίζει τον κάλπη ψαρά που δολώνει για να αλιεύσει λίγη ανθρώπινη ζεστασιά με μια δαιμόνια κλοουνερί που παραπέμπει σε μπεκετικά πρότυπα. Σπουδή! Η Ελενα Μαρσίδου ενσαρκώνει ένα ερωτικό ερείπιο, ένα υπαρξιακό κενό που ακροβατεί στο χάος του συναισθήματος χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Σπάνιας ευαισθησίας υπόκριση.

Ρίντλεϊ και Γκέλμαν άνετα θα μπορούσαν να ανταλλάξουν ήρωες.

INFO

«Vincent River»

Συγγραφέας:Φίλιπ Ρίντλεϊ

Μετάφραση:Ολυμπία Σκορδίλη

Σκηνοθεσία:Νίκος Καραγέωργος

Παίζουν:Πέγκυ Σταθακοπούλου, Αργύρης Αγγέλου

Πού:Στο Θέατρο Αθηνών, Τετάρτη έως Κυριακή

«Το παγκάκι»

Συγγραφέας:Αλεξάντερ Γκέλμαν

Μετάφραση-σκηνοθεσία:Γρηγόρης Καραντινάκης

Παίζουν:Αλέξανδρος Καλπακίδης, Ελενα Μαρσίδου

Πού:Στον πολυχώρο Vault κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως 2/6