Γιώτα Φέστα, ηθοποιός

«Μου άρεσαν και οι δύο παραστάσεις πολύ, ιδιαίτερα ο «Βυσσινόκηπος». Νοµίζω ότι ήταν πολύ ευανάγνωστο αυτό που ήθελε να πει ο Καραθάνος. Πολύ συχνά στο θέατρο τα περισσότερα πράγµατα τα αντιλαµβανόµαστε µεν και δεν τα καταλαβαίνουµε ενδεχοµένως. Και αυτό έχει µεγάλη αξία για το θέατρο. Δεν νοµίζω ότι πρέπει να τα καταλαβαίνουµε όλα. Για παράδειγµα, δεν µε πείραξε καθόλου που οι ηθοποιοί φορούσαν τα αφτιά του Μίκι Μάους. Κατάλαβα ότι υπήρχε µια αναφορά στην παιδική ηλικία. Στον «Βασιλιά Ληρ» το έργο ήταν κοµµένο, ενώ στον «Βυσσινόκηπο» ήταν ολόκληρο. Εκτός από το εµβόλιµο που έκανε η Λένα Κιτσοπούλου, αλλά ακόµα και αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί. Το βασικό µε το θέατρο είναι να µπορεί να µετακινήσει τον θεατή».

Γιάννης Μετζικώφ, σκηνογράφος – ενδυματολόγος

«Η σκληρότερη κριτική διάθεση κατατίθεται από ανθρώπους οι οποίοι δεν αγαπούν το θέατρο. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το θέατρο βλασταίνει, αναπτύσσεται και δημιουργούνται σκαλιά πάνω στα οποία πατά ο άνθρωπος για να βρεθεί σε μια καλύτερη θέση αύριο. Αν πηγαίνουμε να δούμε θέατρο για να ασκήσουμε κακή κριτική, τότε ούτε την αγάπη μας δείχνουμε ούτε βοηθάμε αυτούς που το φτιάχνουν. Μέσα σε χίλιες παραστάσεις που παίζονται στην Αθήνα μπορείς να βρεις πολλά σκουπίδια και θα πρέπει να αγγίζεις ανθρώπους οι οποίοι είναι πραγματικά σημαντικοί στο ελληνικό θέατρο, πάνω από όλα με σεβασμό και ξέροντας ότι οποιαδήποτε κρίση (κριτική) θα αφήσει έναν πόνο. Ακόμα και μια καλή κρίση αφήνει έναν πόνο, γιατί δημιουργεί κάποιες ενοχές για κάποιες αμφιβολίες που έχει ο δημιουργός ακόμα και αν εσύ δεν το ξέρεις. Οι δημιουργοί γνωρίζουν αν κάτι είναι καλύτερο ή χειρότερο στις παραστάσεις τους. Λέμε στο θέατρο ότι τις δίκαιες κρίσεις θα τις αναγνωρίζεις γιατί θα πατάνε μέσα στις αμφιβολίες σου. Και ο Κιμούλης και ο Καραθάνος είναι δύο καλλιτέχνες που εγώ, ως Γιάννης Μετζικώφ, τους έχω αληθινό σεβασμό. Δεν χρειάζεται να δω τις παραστάσεις τους για να αναγνωρίζω το καλλιτεχνικό τους εύρος. Είδα τον «Βασιλιά Ληρ» και μπορώ να πω ότι ο Γιώργος Κιμούλης ήταν πραγματικά συμπαντικός, ήταν πραγματικά ωραίος. Ηταν μια παράσταση που θα μπορούσα να την είχα δει στο εξωτερικό. Δεν έχω τίποτα αρνητικό να πω, ακόμα και αν έχω σκεφτεί πως κάτι καταποντίσθηκε μέσα στην αξία της παράστασης. Ο κάθε καλλιτέχνης κάνει μια κίνηση που αξίζει το χαμόγελό μας…».

Κατερίνα Μπερδέκα, σκηνοθέτρια

«Εχω ιδιαίτερη σχέση και µε τα δύο έργα. Κατά τύχη ανέβασα πρόσφατα το «Βυσσινόκηπος. Παρασκήνια». Οπότε ζήλεψα την καταπληκτική προσέγγιση του Καραθάνου. Συγκινήθηκα µε την ελευθερία που χρησιµοποίησε για να βάλει τα υλικά του επί σκηνής. Ιδιαίτερη αδυναµία όµως έχω και στον Γιώργο Κιµούλη. Οπότε ούτε στον «Ληρ» πήγα µε αθωότητα. Αυτό που µου έµεινε –παραπάνω και από τη σκηνοθεσία του Παντούρ –είναι οι ερµηνείες, η υποκριτική των ηθοποιών. Από τον ίδιο τον Κιµούλη ώς τους υπόλοιπους συντελεστές. Ηταν συγκινητικό το πώς αντιµετώπισαν τους ρόλους µέσα σ’ αυτό το σκηνοθετικό σύµπαν».

Νίκος Χατζόπουλος,ηθοποιός

«Θα µπορούσα να απαριθµήσω ένα σωρό θετικά ή αρνητικά για τις παραστάσεις. Αλλά αισθάνοµαι ότι δεν µπορώ να τις βάλω στο ίδιο τσουβάλι. Η δική µας οπτική, των ηθοποιών, είναι προσωπική και ως τέτοια δεν έχει αξία. Νοµίζω ότι ο λόγος τελικά πέφτει στους θεατές».

Δηώ Καγγελάρη, θεατρολόγος (ΑΠΘ), σύμβουλος καλλιτεχνικού προγραμματισμού Φεστιβάλ Αθηνών

«Πιστεύω πως τα κλασικά κείµενα γράφονται και ξαναγράφονται επί σκηνής, έχοντας, καθώς εύστοχα έχει ειπωθεί, για συγγραφέα τους τον σκηνοθέτη. Στον «Ληρ» ο Παντούρ κατόρθωσε να δηµιουργήσει έναν αυθεντικό σκηνικό κόσµο. Ο βασιλιάς µε τα τρία κοριτσάκια στην έναρξη (µια εικόνα που κρατώ στη µνήµη µου) ανέδειξε εκείνη την πλευρά του σαιξπηρικού έργου που θυµίζει παραµύθια των αδελφών Γκριµ. Η έλλειψη ενιαίας υποκριτικής γραµµής ήταν ένα µείον της παράστασης. Ωστόσο πιστεύω ότι η συνάντηση του Γιώργου Κιµούλη και των αξιόλογων ηθοποιών του µε τον σλοβένο σκηνοθέτη άνοιξε µια προοπτική. Στον «Βυσσινόκηπο» ο Καραθάνος µε την ολοζώντανη θεατρική οµάδα του επιχείρησαν µε τόλµη να µεταγράψουν το τσεχοφικό ποίηµα. Με συγκίνησαν µε την αλήθεια και τη φρεσκάδα τους αυτά τα ανθρώπινα πρόσωπα µέσα στο παιδικό δωµάτιο – ονειρικό σπίτι Μίκυ Μάους – µήτρα – καταφύγιο. Αν υπήρχε περισσότερος χρόνος θα µπορούσε ίσως να γίνει µια αυστηρότερη επιλογή από το υλικό των δηµιουργικών δοκιµών. Αυτό που ο Λ. Βογιατζής ονόµαζε «επαλήθευση». Αλλά σηµασία έχει η χάρη και η δύναµη της παράστασης».

Νατάσα Τριανταφύλλη,σκηνοθέτρια

«Εχω παρακολουθήσει και τις δύο παραστάσεις. Ηταν δύο ξεχωριστές προσπάθειες µε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Εχω δει σε βίντεο σχεδόν όλες τις δουλειές του Τοµάζ Παντούρ. Θεωρώ ότι ήταν ωραίο που αυτός ο «Βασιλιάς Ληρ» ανέβηκε στην αθηναϊκή σκηνή µε αυτή την ιδιαίτερη αισθητική, µε τις πιο πετυχηµένες, αλλά έστω και µε τις αποτυχηµένες στιγµές της. Από την άλλη, ο Νίκος Καραθάνος είναι για µένα ένας µεγάλος και ξεχωριστός καλλιτέχνης που δικαιούται να κάνει τα πάντα, οπότε και τον «Βυσσινόκηπο» που είδαµε στη Στέγη».

Δημήτρης Λιγνάδης,σκηνοθέτης – ηθοποιός

«Ελπίζω κάποτε να τελειώσει η αντίληψη ότι τα πάντα είναι µεταβλητές και υπάρχει µια σταθερά. Να περάσει αυτή η µόδα και να αναβαθµιστεί το κείµενο του έργου. Δεν το λέω αυτό µε αφορµή την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ», την οποία βρήκα ενδιαφέρουσα. Γνώµη µου είναι –και θα χρησιµοποιήσω πάλι µαθηµατικούς όρους –να είναι η σταθερά το κείµενο και όλα τα υπόλοιπα µεταβλητές. Η αποδοµητική σχολή βέβαια επιτάσσει το εντελώς αντίθετο: ο καθένας µπορεί να κάνει ό,τι θέλει, θεωρώντας ότι το κείµενο είναι µια αφορµή. Αν θέλουµε, για παράδειγµα, να κάνουµε ένα έργο «Βίβα Ρένα» ας πάρουµε κατευθείαν το «Βίβα Ρένα». Βεβαίως στην τέχνη µπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι όλα επιτρέπονται. Σε αυτό το πλαίσιο είναι και η αντίδραση του κοινού. Ας δοκιµάζουµε, ας αποτυγχάνουµε, αλλά να το δεχόµαστε. Να µην ανοίξει από πάνω µας µια οµπρέλα προστασίας ή επιλεκτικά µια οµπρέλα εχθρών που να βάλλει εναντίον µιας παράστασης επειδή απέτυχε. Οπως επιτρέπεται η θέση, επιτρέπεται και η αντίθεση».

Γιάννης Ξανθούλης,συγγραφέας

«Ο «Βυσσινόκηπος» είναι ένα από τα αγαπηµένα µου µυθιστορήµατα και το έχω δει πάµπολλες φορές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η µεταφορά στη σκηνή από τον Νίκο Καραθάνο θεωρώ ότι είναι από τις ωραιότερες που έχω παρακολουθήσει. Η ανάγνωση της χιουµοριστικής πλευράς στο έργο τονίστηκε µε τρόπο µοναδικό. Μην ξεχνάµε άλλωστε ότι ο Τσέχοφ έλεγε ότι δεν πρόκειται για δράµα αλλά για µια κωµωδία, στιγµές στιγµές φάρσα. Μα πώς αλλιώς µπορείς να δεις –αν όχι µε χιούµορ –µια γυναίκα σαν τη Λιούµποφ η οποία ζει στα όρια της τρέλας; Ο σκηνοθέτης όµως εδώ κατάφερε να µην του αφαιρέσει το στοιχείο του δράµατος που υποβόσκει στον «Βυσσινόκηπο» και αναδύεται, για παράδειγµα, από τη σκηνή του γκρεµίσµατος του σπιτιού ξεχνώντας µέσα τον γέρο. Οταν διαβάζω σε κριτικές ότι αυτό δεν είναι Τσέχοφ, αναρωτιέµαι πώς το ξέρουν. Τους είχε ψιθυρίσει ο Τσέχοφ στο αφτί πώς θέλει να παίζονται τα έργα του;».