Στο εξοχικό Καμπ Ντέιβιντ, με νούμερο ένα στόχο να πείσει τους συμμάχους στη Μέση Ανατολή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προσηλωμένες στην ασφάλειά τους, υποδέχεται την Πέμπτη ο Μπαράκ Ομπάμα τους ηγέτες των κρατών-μελών του Κόλπου.

Μία ηχηρή απουσία ωστόσο, του βασιλιά Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας, και μία δέσμευση εκ μέρους του βασιλείου και αρκετών άλλων μικρών αραβικών κρατών, ότι θα «ισοφαρίσουν» το Ιράν όσον αφορά τις πυρηνικές ικανότητές του, είναι δηλωτικά του κλίμα διαφωνίας που ήδη έχει δημιουργηθεί.

«Μπορούμε να επαναπαυτούμε και να είμαστε απόντες όσο θα επιτρέπεται στο Ιράν να διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος των πυρηνικών του δυνατοτήτων», υπογράμμισε με νόημα στους New York Times τη Δευτέρα ένας από τους άραβες ηγέτες που πρόκειται να συναντηθεί με τον αμερικανό πρόεδρο. Και αν ο συγκεκριμένος ηγέτης ζήτησε να μην κατονομαστεί έως ότου μιλήσει απευθείας με τον Ομπάμα, ο πρίγκιπας Τουρκί μπιν Φαϊζάλ, ο 70χρονος πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Ριάντ, γυρνάει τον κόσμο μεταφέροντας το ίδιο μήνυμα. «Ο,τι έχουν οι Ιρανοί, θα το έχουμε και εμείς», τόνισε σε πρόσφατο συνέδριο στη Σεούλ, στη Νότια Κορέα.

Η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η οποία αποτελεί προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα, αλλά και η υποστήριξη της Τεχεράνης προς τους σιίτες αντάρτες Χούτι στην Υεμένη, από τη μία πλευρά, και προς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, από την άλλη, θα βρίσκονται στο επίκεντρο των συνομιλιών τού Καμπ Ντέιβιντ.

Απόδειξη της συμβολικής σημασίας που ο Μπαράκ Ομπάμα αποδίδει στη συνάντηση είναι ότι είναι η δεύτερη φορά από τη Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας των 8 τον Μάιο 2012 που ο αμερικανός πρόεδρος υποδέχεται ξένους ηγέτες στην κατοικία του Καμπ Ντέιβιντ, σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από την Ουάσινγκτον.

Ο τόπος της συνάντησης έχει την ιστορική του βαρύτητα. Εκεί, το 1978 Ισραηλινοί και Αιγύπτιοι συναντήθηκαν υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας για διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή από τους Μεναχέμ Μπεγκίν και Ανουάρ Σαντάτ των συμφωνιών ειρήνης του Κάμπ Ντέιβιντ.

Από τις έξι προσκεκλημένες από τον αμερικανό πρόεδρο χώρες, μόνο δύο εκπροσωπούνται από τους ηγέτες τους: το Κατάρ και το Κουβέιτ. Απουσία του βασιλιά Σαλμάν, ο Ομπάμα υποδέχθηκε χθες τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπεν Νάγεφ και τον γιο τού βασιλιά και υπουργό Αμυνας πρίγκιπα Μοχάμεντ μπεν Σαλμάν.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στο Οβάλ Γραφείο, ο αμερικανός πρόεδρος προσπάθησε να υποβαθμίσει τις διαφωνίες, επιμένοντας στην ειδική φιλική σχέση που συνδέει τις δύο χώρες και κάνοντας αναφορά σε παλαιούς δεσμούς που χρονολογούνται από την εποχή του προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ και του βασιλιά Φαϊζάλ. «Συνεχίζουμε να οικοδομούμε αυτές τις σχέσεις σε μία πολύ δύσκολη περίοδο», πρόσθεσε αναφερόμενος στην αμερικανική παρουσία στην περιοχή, όπου σταθμεύουν 35.000 αμερικανοί στρατιώτες.

Ο Μοχάμεντ αλ Νάγεφ, ο οποίος έχει αποσπάσει τον σεβασμό της Ουάσινγκτον ως αρχιτέκτονας της εκστρατείας κατά της Αλ Κάιντα στη Σαουδική Αραβία, έκανε επίσης λόγο για «ιστορική και στρατηγική» σχέση ανάμεσα στη χώρα του και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο βάθος ωστόσο, οι διαφωνίες είναι πραγματικές. Ο αμερικανός πρόεδρος υπερασπίζεται τη συμφωνία-πλαίσιο που θα εμποδίσει την Τεχεράνη να αποκτήσει πυρηνικό όπλο.

«Μπορούμε να φανταστούμε πόσο πιο προκλητικό θα μπορούσε να είναι το Ιράν αν είχε στην κατοχή του το ατομικό όπλο», δήλωσε ο Μπαράκ Ομπάμα σε πρόσφατη συνέντευξή του στην σαουδαραβική εφημερίδα Asharq Al-Awsat, προσθέτοντας ότι είναι κρίσιμο να εξουδετερωθεί «μία από τις κύριες απειλές για την ασφάλεια στην περιοχή».

Η ολοκλήρωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας με το Ιράν μέχρι το τέλος του Ιουνίου αποτελεί πηγή έντονου προβληματισμού, όμως αυτό που ανησυχεί πραγματικά τις χώρες του Κόλπου είναι η αύξηση της ισχύος της Ισλαμικής Δημοκρατίας ως περιφερειακής δύναμης. «Δεν πρόκειται για μία διαφωνία επί του αριθμού των συσκευών φυγοκέντρισης. Το θέμα είναι εάν το Ιράν πρέπει να γίνει δεκτό ως νόμιμος συνομιλητής στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας», αποσαφηνίζει ο Μπρους Ρίντελ του Brookings Institution.

«Αυτό που φοβούνται οι χώρες του Κόλπου περισσότερο από όλα είναι ότι για κάποιον λόγο η αμερικανική πολιτική αρχίζει να κλίνει προς την Τεχεράνη απομακρυνόμενη από τους παραδοσιακούς συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή», δηλώνει ο Χουσέιν Ιμπις του Arab Gulf States Institute.

Ορισμένοι αξιωματούχοι των χωρών του Κόλπου ζήτησαν μία αμοιβαία αμυντική συμφωνία κατά το πρότυπο της συνθήκης του ΝΑΤΟ, αλλά ένα τέτοιο σχέδιο, το οποίο θα χρειαζόταν το πράσινο φως του Κονγκρέσου, δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της Ουάσινγκτον.

Οι μοναρχίες του Κόλπου ελπίζουν επίσης να αποσπάσουν μία περισσότερο έντονη αμερικανική δέσμευση για τη Συρία, για την αποδυνάμωση του καθεστώτος της Δαμασκού. Η Ουάσινγκτον έχει μόλις αρχίσει την εκπαίδευση μικρής ομάδας μετριοπαθών σύρων ανταρτών για να αντιμετωπίσουν τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, αλλά η αμερικανική κυβέρνηση εμφανίζεται όλο και περισσότερο απρόθυμη να εμπλακεί περισσότερο στη σύρραξη στη Συρία.

Η σύνοδος του Καμπ Ντέιβιντ μπορεί τελικά να καταλήξει σε κάποια περιορισμένης διάστασης ανακοινωθέντα, όπως η εντατικοποίηση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ή ακόμη για τον καλύτερο συντονισμό των αντιπυραυλικών συστημάτων άμυνας των χωρών της περιοχής.