ραγούδια που υμνούν τον έρωτα, την αγάπη, το Παρίσι. Ιστορίες φτιαγμένες από στίχους και μουσικές. Αυτός είναι ο κόσμος που ζωντάνεψε η Εντίτ Πιαφ με τη μικροσκοπική της φιγούρα και τη σπουδαία φωνή της στους δρόμους, στα καμπαρέ, στη σκηνή, σε περιοδείες. Ταυτίστηκε με τη Γαλλία, έγινε συνώνυμό της, σύμβολο και μύθος (της).

«Πιαφ» είναι ο τίτλος του θεατρικού έργου που επικεντρώνεται στη ζωή και την καριέρα της (Edith Piaf, 1915-1963) και παρουσιάζεται σε διασκευή και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια από το Εθνικό Θέατρο. Μέσα από μια όχι ιδιαίτερα κολακευτική ματιά, η βρετανίδα συγγραφέας Παμ Γκεμς (Pam Gems, 1925-2011) έφτιαξε μια θεατρική βιογραφία και μαζί ένα μουσικό δραματικό πορτρέτο που εστιάζει στην αυτοκαταστροφική πλευρά της Πιαφ –καταχρήσεις, ουσίες, μορφίνη, αλκοόλ.

Γραμμένο το 1978, το «Πιαφ» έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο (Royal Shakespeare Company) και στη συνέχεια παίχτηκε σε πολλά θέατρα της Βρετανίας (Stratford-upon-Avon, Donmar Warehouse, Aldwych, Piccadilly Theatre) προτού διασχίσει τον Ατλαντικό. Η Τζέιν Λαποτέρ που υποδύθηκε την Εντίτ Πιαφ στο πρώτο ανέβασμα ήταν εκείνη που κέρδισε, το 1981, το βραβείο Τony για την ερμηνεία της.

ΠΑΖΛ. Σπονδυλωτή και αποσπασματική, η παράσταση του Πέτρου Ζούλια ακολούθησε τον καμβά του θεατρικού έργου με τις πολλές μικρές σκηνές. Το παζλ της ζωής της είναι, προφανώς, εμπλουτισμένο με τραγούδια: τα δύσκολα παιδικά χρόνια, οι φιλίες, ο υπόκοσμος, οι «πελάτες», οι εραστές, οι σύζυγοι, οι συναντήσεις, οι σταρ, τα νοσοκομεία, η καριέρα, η φήμη, η άνοδος και η αγωνία της πτώσης, οι συναυλίες, ο θάνατος. Κάθε τραγούδι και μια ιστορία.

Στο Ρεξ, με τον Πύργο του Αϊφελ στο βάθος της σκηνής να υπενθυμίζει το Παρίσι και τη ζωντανή ορχήστρα να παίζει τις γνώριμες μουσικές –εξαιρετική η δουλειά του Θοδωρή Οικονόμου, η παράσταση εξάντλησε τη σχέση της με τη Γαλλία. Χωρίς συνοχή, χωρίς άποψη και κυρίως χωρίς ατμόσφαιρα, ένας ελληνικός θίασος προσπαθούσε να παραστήσει τους Γάλλους μπαινοβγαίνοντας στη σκηνή μαζί με τα όποια σκηνικά αντικείμενα. Οι προσαρμοσμένοι και μεταφρασμένοι στα ελληνικά στίχοι των τραγουδιών της Εντίτ Πιαφ αποτέλεσαν το αποκορύφωμα καθώς δημιούργησαν ένα παράλληλο σύμπαν με ντόπιο χαρακτήρα.

Είναι απορίας άξιον πώς το Εθνικό Θέατρο επέλεξε και έστησε μια παράσταση με έντονο γαλλικό χρώμα (για την Πιαφ μιλάμε) από ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν στη σκηνή καμία σχέση με τη χώρα, τη γλώσσα και την κουλτούρα της. Κι ούτε απέκτησαν.

Πράγματι η Ελεωνόρα Ζουγανέλη διαθέτει φωνή. Δεν διαθέτει όμως θεατρική εμπειρία. Κι η φωνή δεν αρκεί για τη σκηνική παρουσία. Στην προσπάθειά (ίσως και την αγωνία) της να αντιγράψει το πρωτότυπο, να μιμηθεί τις κινήσεις και τις εκφράσεις της Πιαφ, μεταμορφώθηκε σε μαριονέτα.

Είναι σαφές ότι ο σκηνοθέτης, όπως δεν κατάφερε να αποδώσει την εποχή της Πιαφ, έτσι δεν μπόρεσε να οδηγήσει και τη Ζουγανέλη στον κόσμο της γαλλίδας ερμηνεύτριας, στην ψυχή της. Ωστε η ουσιαστική ταύτιση να προκύψει από μέσα κι όχι από μια σειρά εξωτερικών και επιφανειακών χαρακτηριστικών –με λίγη καμπούρα και λίγο αργό περπάτημα.

Η απουσία της Γαλλίας καθόρισε την παράσταση, κι ας ακούστηκε ο ύμνος της τουλάχιστον δύο φορές. Η Edith Piaf μετατράπηκε σε Εντίτ Πιαφ Ελλάδας και μάλιστα με τατουάζ –μια σημαντική λεπτομέρεια που έχει όμως τη σημασία της.