Η συμπεριφορά του είναι γενόσημη. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος δεν είναι ο πρώτος παράγοντας του αθλητισμού που αδυνατεί να συγκρατήσει το οπαδικό του πάθος. Ούτε είναι δική του πατέντα ο ευφημισμός του «απλού φιλάθλου» που εμφανίζεται παντού, από τις κερκίδες και τα ΜΜΕ μέχρι τα αποδυτήρια, έχοντας όμως φροντίσει να εξαφανιστεί από τη διοίκηση της ομάδας.

Ο Γιαννακόπουλος είναι αντιπροσωπευτικός του είδος των παραγόντων και για έναν επιπλέον λόγο: γιατί το αποτύπωμά του στη δημόσια ζωή δεν περιορίζεται στη φίλαθλη σχέση του με τον Παναθηναϊκό. Είναι κληρονόμος της μεγαλύτερης εγχώριας δυναστείας στον τομέα του φαρμάκου, ενώ η επιρροή του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής σε ορισμένες ιστοσελίδες και σε μέρος του αθλητικού Τύπου.

Το εύρος αυτού του αποτυπώματος φάνηκε όταν ο Γιαννακόπουλος επιχείρησε να επηρεάσει την πολιτική του φαρμάκου. Είχε ανοιχτά πολεμήσει την απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης να μειώσει τη φαρμακευτική δαπάνη. Εκτός από τις δημόσιες δηλώσεις, η αντίθεσή του αποτυπώθηκε σε πολεμικά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου αλλά και σε πανό που είχαν αναρτηθεί από την πράσινη κερκίδα κατά του τότε υπουργού Υγείας Αδωνη Γεωργιάδη. Ο Γεωργιάδης ακόμη θυμάται τις επιθέσεις και δεν έχασε την ευκαιρία να τις θυμίσει με αφορμή το επεισόδιο με τον Σπανούλη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βρεθεί να καταψηφίζει το νομοσχέδιο για την τιμολόγηση των φαρμάκων, γεγονός που φαίνεται ότι αποτέλεσε το έναυσμα για να εκδηλώσει ο Γιαννακόπουλος την υποστήριξή του στο κόμμα της Αριστεράς –προτίμηση όχι αυτονόητη για το μέλος μιας οικογένειας που έχει επί χρόνια συνυπάρξει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Παναθηναϊκού με τον Τάκη Μπαλτάκο.

Ο φαρμακοβιομήχανος είχε αφήσει να διαρρεύσει προεκλογικά η υποστήριξή του προς τον ΣΥΡΙΖΑ –τον οποίο έβλεπε ως «μοναδική λύση για τη σωτηρία της Ελλάδας» –ενώ μετά τις εκλογές εκδήλωσε ανοιχτά την ικανοποίησή του για την «ιστορική νίκη» της Αριστεράς.

Οπως και αν ορίζει ο ίδιος τη δημόσια παρουσία του, ο Γιαννακόπουλος είναι de facto πρόσωπο-βαρόμετρο. Είναι ένα από τα πρόσωπα στα οποία αντικατοπτρίζεται η πρόκληση για το πώς η νέα κυβέρνηση θα τοποθετηθεί απέναντι στο σύμπλεγμα αθλητικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.