Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον αναδείχθηκε νικητής της τελευταίας μεγάλης τηλεοπτικής αναμέτρησης των πολιτικών αρχηγών, μία εβδομάδα πριν τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου ICM για την εφημερίδα Guardian, καθώς το 44% των τηλεθεατών εμφανίστηκε ικανοποιημένο από τις απαντήσεις του στο debate.

Ο ηγέτης των Συντηρητικών, ο οποίος διεκδικεί την επανεκλογή του στις εκλογές της επόμενης Πέμπτης, βρέθηκε επί 28 λεπτά αντιμέτωπος με -αρκετές αιχμηρές- ερωτήσεις από πολίτες στο Λιντς, σε απευθείας μετάδοση από το δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο BBC, ενώ ακολούθησαν ο ηγέτης των Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ και ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών Νικ Κλεγκ.

Η δημοσκόπηση του ινστιτούτου ICM, σε δείγμα 1.288 ενηλίκων που παρακολούθησαν την τηλεοπτική εκπομπή, έδειξε ακόμη ότι ο Μίλιμπαντ κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 38% και ο Κλεγκ ήρθε τρίτος με 19%.

Οι τρεις πολιτικοί ηγέτες δεν διέπραξαν καμιά σοβαρή πολιτική γκάφα, όμως ο Μίλιμπαντ έχασε προς στιγμήν την ισορροπία του καθώς κατέβαινε από τη σκηνή, κάτι που φυσικά ο δεξιός Τύπος της Βρετανίας έσπευσε να προβάλει.

Οι πολίτες οι οποίοι υπέβαλαν ερωτήσεις στους τρεις πολιτικούς ηγέτες δεν δίστασαν να τους κατηγορήσουν ότι ψεύδονται, ότι καταχρώνται την εμπιστοσύνη τους, ή ότι προσβάλλουν τη νοημοσύνη τους.

Ο Κάμερον, ο οποίος αντιμετώπισε πρώτος τις ερωτήσεις, και τα φραστικά πυρά τους, πιέστηκε επανειλημμένα να δώσει απάντηση για το πώς σχεδιάζει να μειώσει τις δαπάνες του συστήματος πρόνοιας, που ανέρχονται σε 12 δισ. λίρες, ενώ ρωτήθηκε ακόμη πώς κατέληξαν Βρετανοί να χρειάζονται επισιτιστική βοήθεια για να επιβιώσουν.

Ο συντηρητικός πρωθυπουργός δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με το πώς σκοπεύει να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, πάντως τόνισε ότι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας θα μειώσει το ύψος των αναγκαίων περικοπών. «Δεν λέω πως όλα είναι τέλεια. Λέω ότι δεν έχουμε ολοκληρώσει το έργο μας. Γι’ αυτό επιθυμώ τόσο να υπηρετήσω για άλλα πέντε χρόνια» στον θώκο του πρωθυπουργού, σημείωσε ο Κάμερον.

Ο Μίλιμπαντ, από τη δική του πλευρά, αντιμετώπισε μια ομοβροντία ερωτήσεων για τις δημόσιες δαπάνες επί των ημερών των Εργατικών στην διακυβέρνηση (1997-2010). Απάντησε ότι δεν θεωρεί πως οι Εργατικοί κατασπατάλησαν δημόσιους πόρους, παρότι το δημόσιο έλλειμμα που άφησαν πίσω ήταν το υψηλότερο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παράλληλα, δεσμεύθηκε ότι δεν θα συνεργαστεί με το Σκοτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP), δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως θα προτιμούσε να παραμείνει στην αντιπολίτευση και διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα «θυσίαζε την ενότητα της χώρας» για να κυβερνήσει.

Η Νίκολα Στέρτζον, η επικεφαλής του SNP, σχολίασε από τη δική της πλευρά ότι οι δηλώσεις του Μίλιμπαντ στην εκπομπή την έκαναν να φρίξει. «Ακούστηκε σαν να έλεγε ότι μάλλον θα προτιμούσε να δει τον Ντέιβιντ Κάμερον και τους Συντηρητικούς να παραμένουν στην κυβέρνηση, παρά να συνεργαστεί με το SNP» υπογράμμισε η Στέρτζον σε τηλεοπτική εκπομπή που μεταδόθηκε λίγες ώρες αργότερα. «Εάν το εννοεί, τότε δεν νομίζω ότι ο λαός της Σκοτίας θα συγχωρήσει ποτέ τους Εργατικούς για το ότι θα επιτρέψουν στους Συντηρητικούς να παραμείνουν στην κυβέρνηση» πρόσθεσε η ίδια.

Ο τελευταίος που ανέβηκε στο… ρινγκ, ο Νικ Κλεγκ, δεν γλίτωσε ούτε αυτός από τα πυρά των πολιτών που υπέβαλαν ερωτήσεις. Η πρώτη ερώτηση αποτελούσε στην πραγματικότητα επίθεση: αφορούσε την αθετημένη προεκλογική υπόσχεσή του ότι θα μειωθούν τα δίδακτρα των πανεπιστημίων, τα οποία εν τέλει τριπλασιάστηκαν.

Ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών επέκρινε από τη δική του πλευρά το γεγονός ότι ο Κάμερον και ο Μίλιμπαντ δεν είναι διόλου «σαφείς όσον αφορά το με ποιον θέλουν να συμβιβαστούν» για να σχηματίσουν τον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να περιγράψει λεπτομερώς τις δικές του «κόκκινες γραμμές» σε μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση.

Ο Κάμερον είχε αποκλείσει εκ των προτέρων τον άμεσο διάλογο με τους αντιπάλους του στην εκπομπή.