Τα τελευταία χρόνια έφυγαν από τη ζωή με αντίστροφη ηλικιακή φορά ο ποιητής, μεταφραστής Γιάννης Βαρβέρης, ο σκηνοθέτης Διαγόρας Χρονόπουλος και ο δάσκαλος ηθοποιών και σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης, ένας Αθηναίος, ένας Λαρισαίος και ένας Κύπριος που συνδέθηκαν με βαθιά φιλία και συνεργάστηκαν στενά. Ο Γαβριηλίδης έφυγε πριν από λίγες μέρες και στην προσφορά του σε ένα στενό θέμα αλλά σημαντικά διδακτικό θα περιοριστώ, όπου είχε την τύχη και τη χαρά να συνεργαστεί με τον Γιάννη Βαρβέρη. Στην αναβίωση του έργου του Μενάνδρου.

Θα χρειαστεί όμως να κάνω αναδρομή στις τύχες του Μενάνδρου στο ευρωπαϊκό θέατρο. Γνωστά πράγματα για τους ειδικούς αλλά χρήσιμα και διδακτικά για όσους γνοιάζονται για την περιπέτεια των μορφών της τέχνης. Ο Μένανδρος είναι παιδί της ελληνιστικής παρακμής. Οταν διαλύθηκε ο δημοκρατικός αθηναϊκός πυρήνας της πόλεως – κράτους και όταν ανοίχτηκε το φιλοπερίεργο ελληνικό κύτταρο προς τη Μεσόγειο, που κορυφώθηκε αυτό το άνοιγμα με την επέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η τραγωδία και η πολιτική αριστοφανική (αγνοούμε τους συναγωνιστές του Αριστοφάνη δυστυχώς, εκτός από σπαράγματα του έργου τους) κωμωδία, το θέατρο –αφού το μικρόβιο της μιμητικής αρρώστιας είναι έμφυτο στον άνθρωπο («φύσει μιμητικόν ζώον ο άνθρωπος» λέει ο Αριστοτέλης) –κατέφυγε σε άλλης φύσεως μιμήσεις. Αναπαρέστησε τη νέα ζωή που έχει τη γνωστή ώς τις μέρες μας αστική ηθική, οικονομική και κοινωνική συγκρότηση. Ο Μένανδρος είχε δάσκαλο τον διάδοχο του Αριστοτέλη στο Λύκειον, τον Θεόφραστο, που ήταν ο πρώτος στην επιστημονική ιστορία συστηματικός βοτανολόγος. Σ’ αυτόν οφείλουμε τάξεις και ομοταξίες και φυλλοβόλα και αειθαλή και θάμνους και συνομοταξίες της χλωρίδας. Αυτός ο άκρως συστηματικός άνθρωπος στις ώρες της σχόλης του, ακολουθώντας το χούι του, κατέτασσε και τους ανθρώπινους «χαρακτήρες» και δημιούργησε Σχολή: αφού τον ακολούθησαν οι Ρωμαίοι, ο Λαμπριγέρ και ο δικός μας Λασκαράτος. Εκεί και ο επιπόλαιος και ο σχολαστικός και ο περίεργος και ο αφελής και ο φιλάργυρος και ο δύστροπος ανθρώπινος τύπος. Ο μαθητής Μένανδρος έφερε το τυπολόγιο του Θεόφραστου στο θέατρο και έκτοτε ακολούθησε σαν τις ρωσικές κούκλες, τις ματριόσκες, η ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου με τη γενναία και ανεξάντλητή του τυπολογία και χαρακτηρολογία και στο δράμα και στην κωμωδία και στη φάρσα. Τη σκυτάλη πήραν ο Πλαύτος και ο Τερέντιος και την έδωσαν στον Σαίξπηρ, τον Μάρλοου και τον Μπεν Τζόνσον, στους ισπανούς κλασικούς, στους Ιταλούς (από τον Μακιαβέλι έως τον Ρουτζάντε και στις μέρες μας στον Ντάριο Φο και στον Ντε Φιλίππο), στον Μολιέρο, στον Γκόγκολ, στον Ρουμάνο Καρατζιάλε και βέβαια στον «Χάση» του Γουζέλη, στον Ραγκαβή, στον «Φιάκα», έως τον Ψαθά, τον Σακελλάριο, τον Τσιφόρο, τον Ρούσσο κ.λπ.

Ενας ελληνικός σταθμός αυτής της πορείας είναι το κωμειδύλλιο.

Εχω αναφερθεί συχνά σ’ ένα μεγάλο διεθνές μάθημα δραματολογίας στην πράξη που έφτασε έως το Φεστιβάλ Εδιμβούργου και «δίδαξε» κοινό και πανεπιστημιακή κοινότητα. Είναι η παράσταση του Αμφιθεάτρου του Σπ. Ευαγγελάτου «Οι Επιτρέποντες» του Μενάνδρου μ’ έναν εκπληκτικό Δημήτρη Καταλειφό στον ρόλο του Δούλου. Ο Ευαγγελάτος έπαιξε τις πέντε πράξεις της κωμωδίας σε άλλη εποχή της θεατρικής παράδοσης για να δείξει πού οφείλει η ευρωπαϊκή ιστορία του θεάτρου το τυπολόγιό της και τα θέματά της. Ετσι το έργο σαν μια πορεία μίμων μέσα στον ευρωπαϊκό χρόνο παίχτηκε στον κώδικα του Μενάνδρου, στον κώδικα της εποχής του Πλαύτου, στον κώδικα του Μολιέρου ή του Γκολντόνι, στον κώδικα της βικτωριανής Αγγλίας με τις κόμισσες και τον μπάτλερ και στον λαϊκό κωμικό κώδικα των ελληνικών ταινιών με τον τελικό γάμο, το γλέντι, τα όργανα και υπηρέτη τον Βέγγο ή τον Τζανετάκο.

Ο Βαρβέρης δέχτηκε την πρόκληση του Θεατρικού Οργανισμού της Κύπρου και του Εύη Γαβριηλίδη και έδωσε ένα άλλο έξοχο δείγμα ερμηνευτικής αναλογίας του Μενάνδρου μέσα από την κληρονομιά του. Το κωμειδύλλιο. Το κωμειδύλλιο και το δραματικό ειδύλλιο («Γκόλφω», «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» κ.λπ.) είναι δύο ακραιφνώς ελληνικά υβρίδια, δύο έξοχα νόθα τερατάκια που ως νόθα είναι ανθεκτικά. Εχουν πίσω κυρίως τα ιταλικά ποιμενικά δράματα και τις ανάλογες ποιμενικές κωμωδίες που εκκινούν από τα ειδύλλια του Θεοκρίτου για να ελληνοποιηθούν μέσω Ιταλίας στη «Βοσκοπούλα» και στον «Γύπαρι» της κρητικής αναγέννησης με μεσάζοντα το «Κατά Δάφνη και Χλόην».

Το κωμειδύλλιο είχε θεμελιωθεί θεωρητικά πως ήταν μια ρομαντική αντίδραση ιθαγενούς ήθους την εποχή (τέλη του 19ου αιώνα) που εισβάλλουν στην ελληνική τέχνη ο νατουραλισμός, ο κριτικός ρεαλισμός, συμβολισμοί που κάποιοι τους αντιμετώπισαν σαν εχθρική επιδημία στα ελληνικά ήθη.

Το νόθο αυτό είδος αντλούσε παρ’ όλα αυτά από το ευρωπαϊκό θέατρο, την κωμωδία μετ’ ασμάτων, την οπερέτα αλλά και όλα τα τυπολογικά στοιχεία της μενανδρικής παράδοσης.

Η σπάνια θεατρική όσφρηση και γνώση του Βαρβέρη βρήκαν στο κωμειδύλλιο τον προξενητή ώστε να ευοδωθεί το συνοικέσιο του Μενάνδρου με την ευρωπαϊκή του τυποποίηση στο υβρίδιο του ελληνικού δαιμονίου.

Πώς νομιμοποιείται αυτό; Κι εδώ θα ήθελα εμμέσως να απευθυνθώ σ’ όσους ημιμαθείς προσπαθούν μέσω της μεταμοντέρνας χλαπάτσας να νοθεύσουν τα θεατρικά είδη. Ο Βαρβέρης και ο Γαβριηλίδης, όπως και πριν ο Ευαγγελάτος, διαπίστωναν πως ο αυθεντικός Μένανδρος με τα λίγα κείμενά του που διασώθηκαν, το αβγό που ρουφήχτηκε από 2.000 χρόνων κληρονόμους είχε πλέον μείνει χωρίς κρόκο και ασπράδι, είχε καταντήσει κενό τσόφλι, διότι όλα τα ευρήματά του, όλοι οι καμβάδες του, όλοι οι τύποι του μας ήταν πλέον οικείοι.

Ο «Δύσκολός» του έφτανε έως τον «Γρουσούζη» του Ορέστη Μακρή και οι δούλοι του έγιναν Γκρέμιο στον Σαίξπηρ και Σκαπίνος στον Μολιέρο και υπηρέτης αφεντάδων στον Γκολντόνι και Βέγγος, Χατζηχρήστος, Γκιωνάκης («Λεμονάδα με λεμόνι») και Κοκοβιός! Για να ζωντανέψει λοιπόν ο γεννήτορας της ευρωπαϊκής κωμωδίας, να πάρει ανεκτά σκηνικά σάρκα και οστά έπρεπε να βρει καταφύγιο ύφους και κώδικα σε μια από τις μεταμορφώσεις του μέσα στους αιώνες. Και πώς θα την προσέγγιζε ένας σύγχρονος ελληνικός θίασος; Μολιερικά; Γκολντονικά; Γκογκολικά; Σαν μακιαβελική επιβίωση, σαν τον Ρουτζάντε ή σαν την κομέντια ντελ άρτε: όλα, σαφώς, νόμιμα εγγόνια του. Ο Βαρβέρης πρότεινε στον Γαβριηλίδη τον δισέγγονο του κωμειδυλλίου. Και του παρέδωσε σπαρταριστά κείμενα μιμούμενος μάλιστα με τρόπο αξιοζήλευτο και τη γλώσσα της εποχής, αυτήν τη ζουμερή μεσάζουσα ανάμεσα καθαρεύουσα και αστική δημοτική, με πολλά ιδιωματικά στοιχεία για τους λαϊκούς υπηρέτες, τις ξενόφερτες πόρνες και τις ανατολίτισσες προξενήτρες.

Ο Βαρβέρης ήταν και έξοχος μιμητής της στιχουργικής του τραγουδιού της εποχής, κάτι μεταξύ καφέ σαντάν και δυτικότροπης καντάδας.

Είχε ανάλογα πρότυπα ο Βαρβέρης; Ναι, είχε τον Σουρή, το αυθεντικό κωμειδύλλιο («Η τύχη της Μαρούλας», «Ο Μπαρμπαλινάρδος» κ.λπ.), τον Φασουλή και τις κωμωδίες της μπάντας και ό,τι πολύ ο ποιητής εκείνος αγάπησε, τα μπουλούκια, την επιθεώρηση και το καμπαρέ!

Αλλά αυτό το νέο γόνιμο θεατρικό τερατάκι χρειαζόταν παράσταση. Κι εδώ λειτούργησε η μεγάλη ευρωπαϊκή, κυρίως αγγλική πείρα του Εύη Γαβριηλίδη. Το αγγλικό μιούζικ χολ, όπως πέρασε και πολιτογραφήθηκε στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο συνδυασμένο με μια έξοχη σατιρική παράδοση της ιδιωματικής επιθεώρησης στο νησί (σκεφτείτε πως νούμερα επιθεώρησης στην κυπριακή διάλεκτο έγραψε και ο μέγας κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης!) έδωσαν στον Γαβριηλίδη τα κλειδιά για μια χυμώδη, χαρίεσσα, κεφάτη και αισθητικά πρωτότυπη ερμηνεία του μενανδρικού κειμένου της «Σαμίας», του «Δύσκολου», των «Επιτρεπόντων».

Υπήρχε προηγούμενο σ’ αυτό το τολμηρό πείραμα; Οι Ντε Φιλίππο στη Νάπολι παίζουν Πιραντέλο στο ναπολιτάνικο ιδίωμα ως φάρσα και η Μιούσκιν έπαιξε με τους κώδικες του γαλλικού Μεσαίωνα. Μαθήματα ύφους και ήθους.