Ο Ολυμπιακός κατακτά το ένα πρωτάθλημα πίσω από το άλλο διότι συνήθως διαθέτει την πιο ακριβή και ποιοτική ομάδα της χώρας. Αληθές.

Το επιτυγχάνει όμως και επειδή απολαμβάνει σχεδόν επί μονίμου βάσεως τη διαιτητική εύνοια, κάποιες φορές περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, αναλόγως με το πόσο τη χρειάζεται για να φτάσει στην επίτευξη του στόχου. Ακριβές επίσης!

Δύο αλήθειες οι οποίες λυσσάνε να αποδείξουν ότι η μία είναι πιο ισχυρή από την άλλη, σε μία παράλληλη διαδρομή 19 ετών (από τη σεζόν 1996-1997 και εντεύθεν) στην οποία το μόνο που καταφέρνουν είναι να αλληλοεξουδετερώνονται. Διότι ακόμα και το νόμισμα μπορεί να αρνηθεί καθεμία από τις δύο όψεις του όταν το βάλεις να σταθεί όρθιο. Ουδείς δικαιούται να υποστηρίξει ότι στην πορεία προς την κατάκτηση των 17 τίτλων (στις τελευταίες 19 περιόδους) ο Ολυμπιακός στερούνταν ομάδας με υψηλά στάνταρ και απόλυτα ικανής ώστε να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Ψέματα όμως θα λέει και όποιος ισχυριστεί ότι στα πλείστα από αυτά δεν βοηθήθηκε όσο «έπρεπε» από τη διαιτησία, είτε για να αποκτήσει προβάδισμα και να ξεφύγει σε καίριες χρονικές στιγμές, είτε για να δημιουργήσει πλασματικές διαφορές οι οποίες προκαλούσαν την κατάρρευση των διεκδικητών του, την ώρα που εκείνοι καταδικάζονταν συστηματικά από άδικες αποφάσεις.

Στην ουσία του πράγματος (διότι υπάρχει και αυτή), η ομάδα του Πειραιά υπερισχύει όλα αυτά τα χρόνια διότι καρπούται την απόλυτη οικονομική υπεροχή που μπορεί να προσφερθεί μέσω της εγχώριας Λίγκας, ακόμα και όταν την έχει απολέσει εντός των αγωνιστικών χώρων (περίπτωση 2008 όταν στέρησε το πρωτάθλημα στα χαρτιά από την ΑΕΚ). Στη διαδρομή αυτών των 19 ετών, υπήρξαν κάμποσες φορές που άλλες ομάδες δικαιούνταν (βάσει αγωνιστικής εικόνας, διότι τούτη η συνθήκη είναι η βασική και κύρια) περισσότερο να τερματίσουν στην κορυφή της βαθμολογίας. Οι Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ στερήθηκαν να πανηγυρίσουν κάτι που άξιζαν δικαιωματικά καθώς το «σύστημα» (με τις όποιες παραλλαγές του) της τελευταίας εικοσαετίας είχε διαφορετική άποψη και εν πολλοίς τους το απαγόρευσε. Κι όσο αυτό τους αρνείτο την οικονομική επιβράβευση μέσω των χρημάτων του Τσάμπιονς Λιγκ, η οποία ακολουθούσε μόνιμα την ίδια κατεύθυνση, τόσο εκείνες μαράζωναν. Κι όσο εκείνες στερούνταν επενδυτικής ικανότητας και αναγκάζονταν σε αλόγιστα ανοίγματα (που εξελίχθηκαν σε χρέη) προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, τόσο ο Ολυμπιακός γιγάντωνε την αγοραστική δυνατότητά του λαμβάνοντας τα 20 (και πλέον κατά περιπτώσεις) εκατ. ευρώ ως μπόνους από την UEFA.

Το ελληνικό πρωτάθλημα θα ήταν πολύ πιο ανταγωνιστικό αν σε αυτή τη διαδρομή ο Ολυμπιακός, αρνούμενος την ψύχωση του «πάρ’ τα όλα», είχε κατακτήσει 9-10 αντί για 17 πρωταθλήματα και τα υπόλοιπα (μαζί με τα κέρδη) είχαν μοιραστεί οι τρεις άλλοι. Οι ανισότητες θα ήταν πολύ μικρότερες, ο λαός λιγότερο καχύποπτος και τα γήπεδα θα παρουσίαζαν σημαντικά μεγαλύτερη πληρότητα. Ακόμα και ο ίδιος ο μόνιμος πρωταθλητής θα χαιρόταν περισσότερο τις κατακτήσεις του, καθώς εσχάτως πληθαίνουν τα άδεια καθίσματα και στο δικό του γήπεδο.