Από την αρχή της καριέρας του μέχρι και πριν από λίγες ημέρες, οπότε έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών, ο Γιώργος Γκολφίνος ενδιαφερόταν για την εικόνα και όχι για την έννοια της ζωγραφικής παράστασης. «Δεν είμαι εννοιολογικός καλλιτέχνης. Είμαι ζωγράφος» έλεγε ο καθηγητής του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που δεν έκρυψε ποτέ τον γεωγραφικό τόπο από τον οποίο αντλούσε την έμπνευσή του.

Και αυτός δεν ήταν άλλος από τη γενέτειρά του, το Βέλο Κορινθίας, όπου και έγινε η κηδεία του το πρωί της περασμένης Κυριακής. «Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, το τοπίο, το σχέδιο, το χρώμα, το φως όπως διαμορφώνεται σε αυτόν τον τόπο. Δεν με ενδιαφέρει η ιδέα για την ιδέα. Η εντοπιότητα είναι αυτή που διακρίνεται στο έργο μου» έλεγε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» το 1998, εξηγώντας τις καλλιτεχνικές του επιρροές. «Δεν αναφέρομαι βέβαια στην επιστροφή στις ρίζες αλλά στην ταυτότητά μας» διευκρίνιζε. «Δεν δημιουργώ μέσα από μια διαδικασία αναφομοίωτων ξένων ετεροχρονισμένων πραγμάτων που έρχονται στην Ελλάδα και ακολουθούμε μια μόδα. Εμένα με ενδιαφέρει η δική μου εντοπιότητα».

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΟ ΑΠΘ. Η εικαστική του πορεία ξεκίνησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον σκηνογράφο Βασίλη Βασιλειάδη. Από το 1981 έως το 1984, με υποτροφία του ΙΚΥ, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, στα ατελιέ του Λαγκράνς και του Γκρεμονίνι. Μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Κορινθίας, όπου έζησε, ο ζωγράφος διετέλεσε εκτός από καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2005). Ο ζωγράφος που, όπως έλεγε ο ίδιος, «χτίζει την εικόνα όπως ένα πουλί φτιάχνει τη φωλιά του», του άρεσε να κάθεται με τις ώρες στο ατελιέ του, «να πλάθει με τα χέρια του τα υλικά και να τα ενσωματώνει στο τελάρο».