Η υπόσχεση είχε δοθεί: αν το εστιατόριο Saloon συνέχιζε στην ίδια γραμμή των λαχταριστών πιάτων, ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης θα το έβαζε συνώνυμο της έκφρασης «εκλεκτή γεύση» στο περίφημο λεξικό του. Το έχει εξάλλου γράψει ο ίδιος και το βλέπω ξεφυλλίζοντας ένα από τα πολλά βιβλία αφιερώσεων του εστιατορίου που φέτος κλείνει 40 χρόνια δίπλα στο Αλσος Συγγρού στα Ιλίσια.

Αν η μία ψηφίδα του παζλ του ιστορικού εστιατορίου και στεκιού συνάντησης του καλλιτεχνικού κόσμου είναι οι διάσημοι θαμώνες που ξενυχτούσαν εδώ μετά τις παραστάσεις για δεκαετίες, η άλλη είναι η ατμόσφαιρα και το διαχρονικό στυλ του. Σάλα με σεπαρέ και σκούρα ξύλα, δίνει την αίσθηση αμερικανικού σαλούν με πιάνο. Η αρχική έμπνευση εξάλλου του ιδιοκτήτη, μποέμ και χιουμορίστα, Ηπειρώτη εκ Δωδώνης, Γιάννη Μαντόπουλου πυροδοτήθηκε απ’ την εποχή των σπαγκέτι γουέστερν και δομήθηκε σε μια Αθήνα που ζούσε ακόμη στον απόηχο του Σχεδίου Μάρσαλ και της έντονης αμερικανικής παρουσίας. Εδώ κοντά ήταν η πρεσβεία των ΗΠΑ ενώ ακόμη λειτουργούσε η Βάση. Αμερικανοί αξιωματικοί και στελέχη μπλέκονταν μέχρι πρωίας με το θεατρόφιλο κοινό της πόλης και των γύρω θεάτρων, όπως των Ιλισίων, του θεάτρου Ερευνας του αξέχαστου Δημήτρη Ποταμίτη, του Αλσους Παγκρατίου, της Στοάς του Θανάση Παπαγεωργίου και της Λήδας Πρωτοψάλτη. Και το Saloon από τα μέσα του 1970 πήρε τη φήμη του στον αθηναϊκό χάρτη.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΣΑΠΦΩΣ. Ηταν η εποχή της παρέας, του κριτικού λόγου μετά φαγητού και των συναντήσεων. Οι παρέες έγραφαν ακόμη Ιστορία και μέρος της συντελέστηκε σε θυλάκους προφορικότητας τέτοιου τύπου. Δεν ξέρω πόσα εστιατόρια στην Ελλάδα έχουν στο «βιογραφικό» τους στίχους του «Κέλομαί σε Γογγύλα» της Σαπφώς με τη γραμματοσειρά του Μάνου Χατζιδάκι στο βιβλίο αφιερώσεών τους. Δεν ξέρω πόσα εστιατόρια στην Αθήνα χρησιμοποιήθηκαν σε σκηνές ταινιών των Καρέζη – Καζάκου (γείτονες και θαμώνες του μαγαζιού) ή των περίφημων «Τσακαλιών» με τον Γαρδέλη και τις λοιπές δυνάμεις της μυθολογίας του 1980. Δεν ξέρω επίσης πολλά εστιατόρια που αντέχουν πεισματικά σήμερα και έχουν υμνηθεί από τον Τύπο και τον αφρό των γελοιογράφων, προεξάρχοντος του Κώστα Μητρόπουλου, θαμώνα επίσης του χώρου.

Ο κ. Μαντόπουλος, χρόνια διευθυντής του Μαγεμένου Αυλού, γέννημα θρέμμα Παγκρατιώτης, είχε από χρόνια την ιδέα ενός εστιατορίου με άξονα το φιλέτο. Γρήγορα βρήκε τον χώρο, διαμόρφωσε για την ακρίβεια μια αμερικανική γωνιά και γρήγορα επίσης ένα μεγάλο μέρος των θαμώνων του Μαγεμένου Αυλού μετακινήθηκε εδώ. Χατζιδάκις, Μινωτής, Καρούζος, Φασιανός, Αλίκη, Καρακατσάνης, Ποταμίτης. Ο Μαντόπουλος φτιάχνει και πιάτα με ονόματα θαμώνων όπως το «Αλίκη – κοτόπουλο» ενώ οι ζωγράφοι ή οι σκιτσογράφοι (Κώστας και Βασίλης Μητρόπουλος, Στάθης) που παρελαύνουν από εδώ αφήνουν και σχέδιά τους. Ακόμη και οντισιόν για ταινίες έχουν γίνει εδώ ενώ ένας εκ των πιο φανατικών θαμώνων είναι από την αρχή ο γείτονας Γιάννης Δαλιανίδης και μια σειρά από αφίσες των φιλμ του κοσμούν και σήμερα το εστιατόριο.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Τι θυμάται όμως σήμερα ο κ. Μαντόπουλος από όλες αυτές τις μορφές που πέρναγαν την πόρτα του Saloon για φαγητό και κουβέντα; «Ο Μινωτής ήθελε ησυχία και έτρωγε πάντα μπιφτέκια. Ο Χατζιδάκις όταν ερχόταν με τη Μελίνα και τον Ντασσέν μού ζητούσε να μην τον ενοχλήσει κανείς, αφού πέρναγαν πολλοί και τον ζητούσαν εδώ πριν αγκυροβολήσει στο τελευταίο του στέκι που ήταν το Πάρτι της Ελένης Ζιώγα στο Παγκράτι. Ο Τσαρούχης επίσης ερχόταν συνέχεια. Τον προσκαλούσαν συνήθως φίλοι και δεν πλήρωνε. Μια μέρα του πήγα μια πετσέτα. Του λέω: Γιάννη, σχεδίασε μου εδώ κάτι. Κάτι μου έφτιαξε εκείνος και την άλλη μέρα πάω στο μαγαζί και τους λέω: δεν δουλεύω σήμερα, πούλησα το πρωί την πετσέτα με το σχέδιο του Τσαρούχη και πήρα 150.000. Πήγαιναν όλοι και του ζήταγαν σχέδιο μετά. Ερχονταν και πολιτικοί όπως ο Αλευράς ή ο Σουλαδάκης. Εμείς όταν έρχονταν διάφοροι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ τους βάζαμε σε μακρινά τραπέζια γιατί μάλωναν» θυμάται ο Γιάννης Μαντόπουλος. Και μου τονίζει το μυστικό του για την επιτυχία του ιστορικού μαγαζιού: «Η σχέση με τον πελάτη και το καλό φαγητό. Οσοι έχουν φάει εδώ φιλέτο να μου πουν ή να θυμηθούν πού έχουν φάει καλύτερο». Σήμερα; «Σήμερα οι νέοι πάνε για καφέ και στα όρθια. Εχει αρχίσει να χάνεται η ιεροτελεστία του φαγητού και της κουβέντας» συμπληρώνει και δίνει τις οδηγίες για να τακτοποιηθεί η σάλα τύπου γουέστερν λίγο πριν ανάψει τα φώτα για το βράδυ.