«Η εξέλιξη των δεικτών οικονομικής συγκυρίας που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, υποδηλώνει ότι ο ρυθμός μεγεθύνσεως της ελληνικής οικονομίας διατηρείται σε θετικό έδαφος μολονότι αναμένεται ασθενέστερος λόγω της αβεβαιότητας που επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις», εκτιμούν οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της τράπεζας.

«Συγκεκριμένα, η παραγωγή της μεταποιητικής βιομηχανίας αυξήθηκε το πρώτο δίμηνο του έτους κατά 4,5% από 0,8% το αντίστοιχο περυσινό χρονικό διάστημα. Παράλληλα, οι πωλήσεις των νέων αυτοκινήτων διατήρησαν την ισχυρή ανοδική τους πορεία.

Επίσης, το ποσοστό ανεργίας, με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, υποχώρησε εκ νέου στο 25,7% τον Ιανουάριο 2015, έναντι 25,9% τον Δεκέμβριο 2014 και 27,2% τον Ιανουάριο του 2014. Το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει αφενός από τη μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 6,7%, σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο 2015, και αφετέρου από την μικρή άνοδο του αριθμού των απασχολουμένων κατά 1,1% που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την αναδιάρθρωση της απασχόλησης προς πιο ευέλικτες μορφές» αναφέρεται στην ανάλυση της τράπεζας.

«Επιπλέον, ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης κατά το τρέχον έτος προβλέπεται να στηριχθεί και στη ζήτηση από το εξωτερικό ως αποτέλεσμα των βελτιωμένων προοπτικών της διεθνούς και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις που έδωσε στη δημοσιότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεωρεί, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια προς το καλύτερο, την πρόβλεψη για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη σε 1,5% το 2015 και 1,6% το 2016, ενώ για την παγκόσμια οικονομία αναμένει ρυθμό ανάπτυξης 3,5% το 2015 και 3,8% το 2016», υπογραμμίζουν οι αναλυτές.

Τέλος αναφέρουν ότι «πέρα από την αβεβαιότητα, η πορεία της ανάκαμψης ενδέχεται να επηρεαστεί από ένα ακόμη συγκυριακό παράγοντα.

Συγκεκριμένα, η διαφαινόμενη δημοσιονομική αδυναμία στους πρώτους μήνες του έτους, που οδηγεί σε μικρότερο του σχεδιαζόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος σε συνδυασμό με την προσπάθεια αντιμετωπίσεως των αναγκών ρευστότητας του ελληνικού Δημοσίου στην περίοδο των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους οδήγησαν σε αύξηση των οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Τούτο στερεί ρευστότητα από τον ιδιωτικό τομέα δυσχεραίνοντας την ανάκαμψη των επενδύσεων».