Στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ κυκλοφορεί ένας μύθος: θεωρείται γούρι για έναν φοιτητή ή ερευνητή να συναντήσει και να γνωρίσει καλά τον διάσημο φυσικό και διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Θεωρητικής Κοσμολογίας του Κέιμπριτζ Στίβεν Χόκινγκ.

Από τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου μία Ελληνίδα, η Τζένη Λειβαδάρου, που κάνει το διδακτορικό της στο Κέιμπριτζ, έχει αυτό το προνόμιο.

Η ίδια θεωρεί τη συνάντηση με τον διάσημο φυσικό Χόκινγκ –το έργο του οποίου είναι πάντα στην επικαιρότητα όπως η ταινία που προβάλλεται στους κινηματογράφους αυτές τις ημέρες, «Η θεωρία των πάντων» για τη ζωή του –και το διδακτορικό στο Κέιμπριτζ σημαντικά αλλά επαναλαμβάνει ξανά και ξανά απευθυνόμενη στα νέα παιδιά της χώρας μας: «Δεν χρειάζεται να είσαι απαραίτητα διάνοια ή πλούσιος για να πετύχεις κάτι τέτοιο. Ή για να σπουδάσεις σ’ ένα Πανεπιστήμιο όπως το Κέιμπριτζ. Εγώ δεν είμαι τίποτε απ’ τα δύο. Χρειάζεται επιμονή και πείσμα».

Η νεαρή πολιτική μηχανικός που μεγάλωσε στο Χαϊδάρι και είναι απόφοιτη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχει ήδη ολοκληρώσει ένα μεταπτυχιακό στο Κέιμπριτζ. Φέτος έγινε δεκτή στο βρετανικό πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Θεωρητικής Φυσικής, για διδακτορικό στην πράσινη τεχνολογία με χρήση υδροδυναμικής (fluid dynamics in green technology).

Η πρώτη έκπληξη για εκείνην ήταν το μήνυμα που δέχθηκε από τη βοηθό του Στίβεν Χόκινγκ. Ο επιστήμονας θα τη δεχόταν στο γραφείο του για να τη γνωρίσει. Η Τζένη Λειβαδάρου έχει μυοπάθεια (μυϊκή δυστροφία) –ελαφρύτερης μορφής όμως σε σύγκριση με αυτήν του Χόκινγκ –και μετακινείται με αμαξίδιο. «Ο Χόκινγκ ενδιαφέρθηκε να μάθει ποια είμαι εγώ που κάνω το διδακτορικό μου εδώ και έχω μυοπάθεια».

Ακολούθησε δεύτερη έκπληξη. «Περίμενα ότι απλώς θα ήταν μια σύντομη γνωριμία. Αλλωστε είχα ακούσει ότι ο Στίβεν Χόκινγκ για να υποβάλει μία ερώτηση με τα μάτια του πληκτρολογεί τα γράμματα που εμφανίζονται στην οθόνη του. Αν όμως οι απαντήσεις που παίρνει δεν είναι ολοκληρωμένες χρειάζεται να επανέρχεται με δεύτερες follow up ερωτήσεις. Πράγμα που μπορεί να είναι κουραστικό ή βαρετό γι’ αυτόν». Στην περίπτωση της κυρίας Λειβαδάρου αυτό δεν συνέβη. Η συζήτηση κράτησε δύο ώρες!

«Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που προσέγγιζε έναν φοιτητή. Ρωτούσε να μάθει αν έχω προσωπικό βοηθό. Εδειξε πραγματικό ενδιαφέρον».

Μετά τη συζήτηση ο φυσικός πρότεινε στην ελληνίδα φοιτήτρια να γευματίσουν μαζί στο εστιατόριο του Κέιμπριτζ.

Οταν εμφανίστηκαν στο εστιατόριο –όπου τρώνε δεκάδες φοιτητές και καθηγητές –«όλοι ξαφνικά σιώπησαν. Και αυτό διότι ο Χόκινγκ γενικά δεν μιλάει, δεν εμφανίζεται συχνά. Υπάρχουν καθηγητές που δεν τον έχουν συναντήσει ποτέ». Η συνάντηση την ικανοποίησε βέβαια αλλά της δημιούργησε και μια πίεση. «Ολοι ήθελαν να μάθουν ποια είναι αυτή που συναντήθηκε με τον Χόκινγκ» λέει.

Επιμονή και πείσμα

τα κλειδιά της επιτυχίας

Ακόμη και μετά τη συνάντησή της με τον Χόκινγκ η Τζένη Λειβαδάρου παραμένει πιστή στην άποψή της πως για να σπουδάσει κανείς σε ένα μεγάλο πανεπιστήμιο εκτός Ελλάδος δεν χρειάζεται να έχει χρήματα ή να είναι ιδιοφυΐα. Αλλά να έχει επιμονή και πείσμα. Η ίδια διέθετε τα δύο τελευταία. Οπως όμως λένε φίλοι και άνθρωποι που την έχουν γνωρίσει έχει και κάτι άλλο σε υπερθετικό βαθμό. «Είναι δραστήρια. Ενα «μαμούνι»». Σε καμία περίπτωση δεν επέτρεψε στην αναπηρία της να γίνει τροχοπέδη στην επαγγελματική της πορεία και στις σπουδές της, γενικά στη ζωή της. Μολονότι πάντα υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες. Πέρυσι τον Αύγουστο είχε ακούσει έναν ραδιοφωνικό παραγωγό στην Ελλάδα να μεταδίδει τη λίστα με τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και να σχολιάζει πως αυτά τα πανεπιστήμια παίρνουν μόνο πλούσιους ή ιδιοφυείς. «Διαφωνώ, δεν είναι έτσι» τονίζει κατηγορηματικά. «Στα ελληνικά σχολεία δεν υπάρχει το ερέθισμα για να σε κατευθύνουν στο εξωτερικό. Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει να ζεις και να σπουδάζεις σ’ ένα τέτοιο πανεπιστήμιο».

«Ναι, αλλά το οικονομικό δεν είναι εμπόδιο;» τη ρωτάω. «Βήμα βήμα μπορείς να το πετύχεις. Γιατί, εγώ είχα τα χρήματα;» απαντάει. Μάλιστα στην περίπτωσή της απαιτούνταν περισσότερα χρήματα. Θα έπρεπε να χρησιμοποιεί προσωπικό βοηθό που έχει κόστος 10.000 ευρώ τον χρόνο.

Το έψαξε όμως. Απευθύνθηκε στον Οργανισμό Μυϊκής Δυστροφίας στην Ελλάδα (MDA) και αυτός με τη σειρά του βρήκε άλλους χορηγούς. Ετσι της κάλυψαν τα έξοδα του προσωπικού βοηθού για το μεταπτυχιακό στο Κέιμπριτζ και για το διδακτορικό της καθώς και για το ειδικό δωμάτιο όπου μένει. Γι’ αυτό αισθάνεται υποχρεωμένη να ευχαριστήσει την Βάνα Λαβίδα από τον Οργανισμό MDA, τη Βάλλια Φράγκου από το κοινωφελές ίδρυμα ΤΙΜΑ, την Αντζελα Κουλουκουντή από το Greek Orthodox Οrganisation του Λονδίνου, το Ιδρυμα Λάτση.

Προς το παρόν είναι αφοσιωμένη στο διδακτορικό της στην Αγγλία. «Αν όμως κάποια στιγμή γυρίσω στην Ελλάδα για να ζήσω μόνιμα αυτό που θέλω να κάνω είναι να φτιάξω έναν οργανισμό για να βοηθάει νέους να σπουδάσουν σε κορυφαία πανεπιστήμια του εξωτερικού».