Τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι βιώνουν ακραίες καταστάσεις; Με το βασικό αυτό ερώτημα στον πυρήνα και των έξι διηγημάτων της συλλογής «Αγρια περιστέρια», η Νίκη Αναστασέα επιχειρεί να αναμετρηθεί με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις πράξεις των χαρακτήρων της όταν πλέον φτάνουν στο σημείο να ξεπεράσουν τα όρια των αντοχών τους. Τα «Αγρια περιστέρια» είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων με τα οποία η γνωστή μυθιστοριογράφος δοκιμάζεται στη μικρή φόρμα, διατηρώντας πάντα εμφανή την αγάπη της για τον Φιόντορ Ντοστογέφσκι και τον Ουίλιαμ Φόκνερ. Η Αναστασέα συνηθίζει να συνδιαλέγεται μαζί τους τόσο θεματολογικά όσο και μορφολογικά, τώρα μάλιστα βάζει στο κάδρο της και τον Εντουαρντ Αλμπι.

Βιβλιοπώλις, βιβλιοπαρουσιάστρια και διορθώτρια, μα πάνω από όλα παθιασμένη αναγνώστρια, που γεννήθηκε στην Ξάνθη, έζησε στην Αθήνα και πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα στη Ραφήνα, η Νίκη Αναστασέα άργησε να εμφανιστεί στη λογοτεχνία. Αμέσως όμως κέρδισε το αναγνωστικό κοινό και άρχισε να αποσπά βραβεία, το ένα μετά το άλλο. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε» (Πόλις, 1998 και Κέδρος, 2007) τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού «Διαβάζω» ενώ το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (Πόλις, 2012) απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το Βραβείο Μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης» και το βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα». Ενδιαμέσως κυκλοφόρησαν επίσης τα βιβλία της «Επικράνθη: Διά χειρός Αλέξη Ραζή» (Κέδρος, 2006) και «Οι μικρές απολαύσεις του κυρίου Ευαγγελινού» (Κέδρος, 2009).

Η κλειστοφοβική, εντελώς αποπνικτική ατμόσφαιρα μικρών επαρχιακών πόλεων που δεν κατονομάζονται, η αφοσίωση και η θυσία, οι μικρές και οι μεγάλες προδοσίες, η στέρηση και η απώλεια, οι παθιασμένες σχέσεις που ενίοτε καταλήγουν ακόμη και σε εγκληματικές πράξεις, οι οδυνηρές οικογενειακές σχέσεις με φόντο κάποιο πρόβλημα που μοιάζει άλυτο, η ζωή και ο θάνατος, έρημοι τόποι, κυρίως όμως ρημαγμένες ψυχές καθημερινών ανθρώπων που εκφράζουν το δράμα τους με τραγικούς μονολόγους ή διαλόγους είναι στοιχεία επαναλαμβανόμενα στα μυθιστορήματα της Νίκης Αναστασέα, τα οποία εμφανίζονται τώρα και στα διηγήματά της. Βασικοί χαρακτήρες της αυτή τη φορά είναι γυναίκες βασανισμένες σε ρόλο μάνας, συζύγου ακόμη και νύφης, που αφοσιώνεται στην οικογένεια του πεθαμένου αδελφού.

Το πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Κάτι που αξίζει να σωθεί» ανοίγει με τη δύσκολη σχέση μάνας – κόρης. «Τελευταία από την οικογένεια η κόρη μου. Αυτή ήταν πιο σκληρή απ’ όλους. Με λιάνισε. Αν και δεν κατάλαβα όλα όσα είπε. Κάθε τόσο έβαζε τα κλάματα» μονολογεί η τραγική μάνα, όμως το κέντρο βάρους της ιστορίας δεν βρίσκεται στη σχέση της με την κόρη αλλά σε εκείνη με το «ρημαγμένο» από τα ναρκωτικά γιο της. Το αγόρι παίζει με τον θάνατο, μεταμορφώνεται σε κουρέλι κι εκείνη δεν αντέχει να παρακολουθεί άλλο την εξαθλίωσή του.

Μια άλλη μάνα, ηλικιωμένη, στο «Μόνο και μόνο επειδή σ’ αγαπάω», ένα διήγημα που θυμίζει θεατρικό μονόπρακτο, αρνείται να δεχτεί την απώλεια της κόρης και της εγγονής της, ζει μέσα στη φθορά του χρόνου καθηλωμένη σε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί και απομακρύνεται από τον γιο της ενοχλημένη από την αδυναμία του να την καταλάβει, ενώ ο άντρας της τής συμπαραστέκεται παλεύοντας με τον παραλογισμό της.

Στον «Μεταξωτό φανοστάτη» η Λίλα Βρυώνη, καθιερωμένη καρατερίστα, καλείται επιτέλους να ερμηνεύσει τον ρόλο της ζωής της και να γίνει «η φοβερή Μάρθα. Ενα σαρκοβόρο θηλυκό γύρω στα πενήντα, που ήθελε σώνει και καλά να καταστρέψει και τη δική της ζωή και του άντρα της». Η πληθωρική Λίλα ταυτίζεται με τη Μάρθα, την πρωταγωνίστρια του Αλμπι στο έργο του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Ενα άγριο μεθύσι την παραμονή της πρεμιέρας είναι αρκετό για να θρυμματίσει τις βεβαιότητές της, να ζωντανέψει παλιούς φόβους, να την οδηγήσει σε κατάσταση πανικού και εντέλει σε έναν θρίαμβο επί σκηνής.

Στην «Προσβολή» διαγράφεται η φιγούρα της Λέλας, μιας λιγόλογης, στερημένης, μνησίκακης γυναίκας, ένα ξερό κορμί που κρύβει μια εξίσου ξερή και άσπλαγχνη ψυχή. Η Λέλα ένιωσε σιχασιά για τους άντρες τη στιγμή που όλα βγήκαν στη φόρα και ανακάλυψε το αλισβερίσι που έκαναν κάποτε πίσω από την πλάτη της ο σύζυγος και ο εραστής της. Και τώρα δεν διστάζει να προχωρήσει σε μια κατάφορη αδικία όταν η ερωτική της φαντασίωση διαψεύδεται.