Εχω ασχοληθεί εξαντλητικά σε κριτικές, δοκίμια, προλόγους σε τιμητικές εκδηλώσεις για το μοναδικό, κυριολεκτικά, σατιρικό είδος που καλλιέργησε ο αξέχαστος φίλος Μέντης Μποσταντζόγλου, κοινώς Μποστ.

Τώρα που ξαναπαίζεται η εκπληκτική του παρωδία «Μήδεια» από τους πρώτους διδάξαντες και ανθεκτικούς του ιδρυτές του θεάτρου Στοά στου Ζωγράφου, Λήδα Πρωτοψάλτη και Θανάση Παπαγεωργίου, θα ήταν πληκτικό και για τον γράφοντα και για το πιστό σε Μποστ και «Στοά» κοινό να επαναλάβω ή να παραλλάξω τις θετικές και σχεδόν αφοπλισμένες μου γνώμες.

Γι’ αυτό στο σημερινό μου σημείωμα θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω μιαν άλλη πτυχή της προσφοράς του Μποστ στο ελληνικό θέατρο και κυρίως στην ελληνική, άρα ιθαγενή υποκριτική, γιατί υπάρχει και τέτοια, όσο κι αν κόπτονται οι παγκοσμιοποιημένοι αλλά εν τέλει αγγλομαϊμουδίζοντες μεταπράτες.

Και εν πρώτοις, ο μπόστειος δεκαπεντασύλλαβος. Ας επαναλάβω την έξοχη διαπίστωση του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου: «Ο δεκαπεντασύλλαβος εξαντλεί τη νεοελληνική ανάσα»! Με όλη την επιμονή του Καζαντζάκη να παραλληλίζει το ομηρικό εξάμετρο με τον δεκαπεντασύλλαβο που εφηύρε (σ’ αυτόν έγραψε τη δική του «Οδύσσεια» και μετέφρασε με τη συνδρομή του Κακριδή τα δύο ομηρικά έπη) ο δεκαπεντασύλλαβος από την εποχή των βυζαντινών έμμετρων μυθιστοριών και του έπους του Διγενή έως τον «Ερωτόκριτο», την «Ερωφίλη», τη «Θυσία του Αβραάμ», το δημοτικό τραγούδι, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό και ώς τον Ρίτσο, τον Γκάτσο και τον «ερωτικό» Πρεβελάκη, είναι ο στίχος με τον οποίο όντως ανασαίνουμε. Ο Μποστ υπήρξε ένας μορφωμένος με γερά γράμματα Κωνσταντινοπολίτης, παιδί της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Από την άλλη, ήταν και παιδί του διαφωτισμένου ελληνισμού, άρα και απόγονος του Ρήγα Βελεστινλή και του «Θουρίου» του, γραμμένου βέβαια σε δεκαπεντασύλλαβο, αφού απευθυνόταν στην κοινή της διασποράς ελληνική ανάσα! Πίσω από τον δεκαπεντασύλλαβο του Μποστ είναι ο Σουρής, τα σατιρικά δίστιχα της Κρήτης , της Καρπάθου, του Πόντου και οι παρλάτες της επιθεώρησης.

ΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΕΣ. Ο Μποστ γνώριζε σε βάθος τον ρυθμό, τις τομές, τις ιδιομορφίες του δεκαπεντασύλλαβου και μόνο ως γνώστης κάποιος μπορεί να ανατρέψει, να λοιδορήσει και να αλλοιώσει την αποτελεσματικότητά του.

Ο Μποστ επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον ζευγαρωτό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο της κρητικής παράδοσης αλλά με το ύφος και την αφέλεια της «Γκόλφως», του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας» και της «Εσμέ της Τουρκοπούλας». Η στιχουργία του έχει τη σοφία της παράδοσης αλλά και μια λογιότητα που δεν την έχει η παράδοση, δημοτική και κρητική.

Οι λεκτικές συμπλοκές στοιχείων λόγιων, δημοτικών, λαϊκών και ξενισμών συγκροτούν ένα έξοχο συνονθύλευμα που απεικονίζει τον γλωσσικό αχταρμά της εκπαίδευσής μας. Εξάλλου, αυτή η σύζευξη λόγιων στοιχείων και λαϊκών συναντάται και στο ρεμπέτικο. Θυμηθείτε τον Τσιτσάνη: «Μέσα στην απελπισιά της / κάποιος την πληροφορεί / ότι ζει το παλικάρι / κι οπωσδήποτε θα ‘ρθεί»!! Τροχαϊκός δεκαπεντασύλλαβος σε δύο ημιστίχια και ομοιοκατάληκτος.

Η δομή του «Υμνου στην Ελευθερία» του Σολωμού με ομοιοκατάληκτα τα ημιστίχια:

«Σε γνωρίζω από την κόψη, του σπαθιού την τρομερή (8+7 συλλαβές), σε γνωρίζω από την όψη, που με βία μετράει τη γη (8+7 συλλαβές). Ο ένδοξός μας δεκαπεντασύλλαβος.
Ε! Λοιπόν, αυτός ο στίχος είναι φτιαγμένος, λόγω αταβιστικής ακουστικής, να μιληθεί από τον έλληνα ηθοποιό, χωρίς προσπάθεια, χωρίς κάμωμα, χωρίς αισθητικούς ακροβατισμούς. Τον βιώνει από μικρός στα πανηγύρια, στους γάμους, στα βαφτίσια, στα μοιρολόγια, στους ντελάληδες της αγοράς, ακόμη και στα στιχάκια παλαιότερα των ημερολογίων τοίχου! Δείτε λοιπόν πόσο χειρονομημένος στίχος είναι στην παράσταση της «Μήδειας». Ακούστε πώς αρθρώνεται αυτονόητα σαν καθημερινός ρυθμός από τους ηθοποιούς στη «Στοά».
Η Πρωτοψάλτη, ο Παπαγεωργίου, η Σουβατζή, η Καμινάρη, ο Ορκόπουλος και ο νεότερος Τούμπανος μάς πείθουν πως ο ίαμβος είναι η καθημερινή ρυθμοποιία της τυποποιημένης μας λαλιάς: «Τι κάνεις, φίλε;» «Καλή σου μέρα» «Πώς πάν’ τα πράματα;» «Καλά, καλά» «Και εις άλλα με υγεία». «Πρώτα ο Θεός» «Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια» «Καλές δουλειές» «Καλά Χριστούγεννα»!!
Κάτι ανάλογο έγραφε και για το τραγικό ιαμβικό τρίμετρο ο Αριστοτέλης, το μέτρο των επεισοδίων της τραγωδίας, πως, όταν τον άκουγες, άκουγες τον ρυθμό των ήχων και των τυχαίων συζητήσεων στην αγορά και στους δρόμους της αρχαίας Αθήνας. «Ω κοινόν αυτάδελφον Ισμήνης κάρα». «Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι» (Γκάτσος). «Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου» (Ρίτσος). Ρυθμοί καθημερινής συνομιλίας 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και αμέσως οι ηθοποιοί μας επικοινωνούν, αρθρώνουν και αυτομάτως συντονίζουν φωνή και κίνηση.

Η μελέτη εξήγησε ακόμη και γιατί συχνά το πρώτο μέτρο ενός ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου (- -) είναι τροχαίος (- -). Διότι στον χορό πρέπει ο χορευτής να μπει στον ρυθμό πατώντας γερά κάτω το πόδι του: «Μάνα, με τους εννιά σου γιους…»!

ΠΛΑΚΑ, ΟΧΙ ΧΙΟΥΜΟΡ. Ο Μποστ γνωρίζει τη νεοελληνική στιχουργική ως μουσική και οι ηθοποιοί της «Στοάς» παράγουν μουσική της διπλανής πόρτας. Στον χορό της παρωδίας η Χαντζίδου, η Τσόγκα, η Πλατανιώτη, η Παυλίδου, η Στεργίδου εκτελούν την ευφάνταστη χορογραφία της Μαρίας Αλβανού με τη χαρισματική μουσική των χορικών του Βασίλη Δημητρίου μέσα σε μια ευφορία ελληνικής πλάκας. Ο Μποστ δεν κάνει χιούμορ, κάνει πλάκα, όπως πλάκα έκανε ο Αριστοφάνης, ο Σουρής, ακόμη και ο Καρυωτάκης, αν δεν ξέρετε πως έγραψε και επιθεωρησιακά νούμερα και σάτιρα σε λαϊκές φυλλάδες.

Αν και εδώ που τα λέμε, και το χιούμορ ελληνική λέξη είναι: χυμός. Δείτε τη θεωρία των χυμών του Αριστοτέλη και των ελλήνων ιατροφιλοσόφων.

info

Σκηνοθεσία:

Θανάσης Παπαγεωργίου

Σκηνικά – κοστούμια:

Μποστ (επιμέλεια: Λέα Κούση)

Μουσική:

Βασίλης Δημητρίου

Χορογραφία:

Μαρία Αλβανού

Παίζουν:

Λήδα Πρωτοψάλτη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Παύλος Ορκόπουλος, Ευδοκία Σουβατζή, Εύα Καμινάρη, Θοδωρής Τούμπανος,

Νίκη Χαντζίδου, Κοραλία Τσόγκα, Χριστίνα Πλατανιώτη, Ιωάννα Παυλίδου, Ελευθερία Στεργίδου

Θέατρο «Στοά»

Μπισκίνη 55, Ζωγράφου,

τηλ.: 210-7702.830