Στην οικογένεια εργάζεται μόνο ο πατέρας με καθεστώς μερικής απασχόλησης, η μητέρα ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά αλλά η ηλικία δεν της αφήνει πολλά περιθώρια, και την ίδια στιγμή τα έξοδα και οι λογαριασμοί τρέχουν ενώ δεν φαίνεται να αλλάζει άμεσα η κατάσταση.

Τέτοιες ιστορίες μπορεί να συναντήσει κανείς όλο και πιο συχνά. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η πρόσφατη έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τουλάχιστον 4 στους 10 δηλώνουν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι με τη ζωή, την οικονομική τους κατάσταση, την εργασία αλλά και το περιβάλλον διαβίωσής τους.

Το ποσοστό αυτό αυξάνεται (6 στους 10) όταν πρόκειται για πολίτες που το εισόδημά τους είναι ίσο ή μικρότερο από το κατώφλι της φτώχειας.

ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) Διονύσης Μπαλούρδος, με την παρατεταμένη οικονομική ύφεση στην Ελλάδα παρατηρείται όξυνση του φαινομένου της φτώχειας (23,1%, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία). «Εξετάζοντας προσεκτικότερα τα στοιχεία διαπιστώνεται αύξηση της ακραίας και της απόλυτης φτώχειας, αύξηση της σώρευσής της σε παραδοσιακά ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, περισσότεροι μη φτωχοί θα έρθουν κοντά στο όριο φτώχειας ενώ παραδοσιακά μεσαία στρώματα –νέοι φτωχοί –θα περάσουν το κατώφλι της.

Εχουμε την εμφάνιση ενός νέου πληθυσμού φτωχών ο οποίος περιπλέκεται με τις νέες αστικές μορφές φτώχειας που καθορίζονται από μια αλληλουχία αρνητικών παραγόντων, όπως είναι η απώλεια εργασίας και εισοδήματος, η απώλεια κατοικίας, η υπερχρέωση, η κρίση της οικογένειας».

Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπως προσθέτει, η ανεργία παραμείνει υψηλή ενώ η εργασία δεν φαίνεται να αποτελεί από μόνη της ένα ικανοποιητικό δίχτυ προστασίας. «Ο εξαναγκασμός ενός ατόμου να αναλάβει οποιαδήποτε εργασία μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις δεξιότητές του και επομένως στη δυνατότητά του να διατηρηθεί στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανειδίκευτη, κακή και ανασφάλιστη εργασία».

Είναι λοιπόν φανερό, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, ότι ως συνέπεια της απώλειας θέσεων εργασίας, της οικονομικής αβεβαιότητας και της αδυναμίας εκπλήρωσης των τρεχουσών οικονομικών υποχρεώσεων υπάρχουν και θα υπάρξουν ψυχολογικές συνέπειες και αύξηση των ψυχοσωματικών διαταραχών, όπως οι κρίσεις άγχους και πανικού.

Η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για το 2014 δείχνει ότι σε αντίθεση με άλλους ευρωπαίους πολίτες οι Ελληνες, σε ποσοστό 74%, θεωρούν ότι η ποιότητα ζωής στη χώρα δεν είναι καλή, ενώ σε ποσοστό 49% πιστεύουν ότι η οικονομική κατάσταση θα χειροτερέψει τους προσεχείς 12 μήνες.

Ταυτόχρονα, 1 στους 2 Ελληνες πιστεύει ότι η κατάσταση στη αγορά εργασίας επίσης θα χειροτερέψει και το 32% νομίζει ότι θα παραμείνει ίδια. Το πιο σοβαρό πρόβλημα της χώρας, σύμφωνα με το 63% των Ελλήνων, είναι η ανεργία.

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ. «Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, τα ποσοστά κατάθλιψης στη χώρα μας έχουν αυξηθεί κατά 50% μέσα στην τριετία 2011-2013, με τους παράγοντες κινδύνου να είναι μεταξύ άλλων οι ηλικίες 35-44 ετών, το χαμηλό εισόδημα έως 400 ευρώ και η ανεργία» επισημαίνει ο κ. Μπαλούρδος.

Είναι ενδεικτικό ότι στην έρευνα του ΟΟΣΑ Καλύτερη Ζωή οι Ελληνες βάζουν μηδέν (0) στην ικανοποίηση που αντλούν από τη ζωή τους. Πιο συγκεκριμένα, οι κάτοικοι της χώρας μας είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία, οι πιο δυστυχισμένοι ανάμεσα σε 36 χώρες του ΟΟΣΑ.