Τεχνικά μιλώντας, στην μπλουζ και στην τζαζ η λεγόμενη blue note είναι, χοντρικά, εκείνη η γλυκιά, μελαγχολική ή και «ανήσυχη», που προκύπτει αν σε μια οποιαδήποτε ματζόρε κλίμακα ο μουσικός μειώσει το τρίτο, το πέμπτο ή το έβδομο «σημείο» της περίπου κατά ένα ημιτόνιο. Το ενδιαφέρον φυσικά εδώ είναι ότι αυτόν τον όρο επέλεξε ο Αλφρεντ Λάιον για να βαφτίσει τη δισκογραφική που ίδρυσε το 1939 στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να ηχογραφήσει σε βινύλιο τη φλεγόμενη τζαζ της εποχής. Είχε και ο ίδιος πάντως μια γλυκιά, μελαγχολική ή «ανήσυχη» ιστορία: γιος εβραίου αρχιτέκτονα, πρωτοάκουσε τζαζ στη μεσοπολεμική Γερμανία όπου μεγάλωσε, εκεί δηλαδή που το είδος θα χαρακτηριζόταν σύντομα «εκφυλισμένο» ή «νέγρικο». Το 1928 πήγε στην Αμερική για να πιει από την πηγή του, κοιμήθηκε σε παγκάκια ή εργάστηκε σε λιμάνια, επέστρεψε στη Γερμανία, όταν όμως η κατάσταση για τους ομοίους του πλησίαζε στο απροχώρητο, επέστρεψε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Το κομπόδεμά του συμπληρώθηκε από εκείνο του αριστερού ακτιβιστή, μουσικού και συγγραφέα Μαξ Μάργκιουλις και τη ματιά του φωτογράφου Φράνσις Βολφ. Τον Ιανουάριο του 1939 η Blue Note ήταν γεγονός.

Αρχή με μπούγκι-γούγκι. Οι πρώτοι μουσικοί που μπήκαν στο στούντιό της για ηχογράφηση ήταν οι Αλμπερτ Αμονς και Μιντ «Λουξ» Λιούις, δύο θιασώτες του πιανιστικού μπλουζ ιδιώματος με το όνομα boogie-woogie. Διακρινόταν και αυτό από τα χαρακτηριστικά που γοήτευαν τον Λάιον: δυναμικοί ρυθμοί, θαρραλέες μελωδίες και υψηλή θερμοκρασία περισσότερο, παρά λυρικές ή ρομαντικές προσεγγίσεις. Κάπως έτσι, στα χρόνια που ακολούθησαν η Blue Note δεν προτίμησε τόσο μουσικούς σαν τον Μπιλ Εβανς ή τον Χανκ Τζόουνς, όσο ονόματα όπως Αρτ Μπλέικι, Χόρας Σίλβερ, Θελόνιους Μονκ φυσικά (οι καλύτερες στιγμές του καταγράφηκαν από την εταιρεία, ενώ ο ίδιος ο Λάιον τον θεωρούσε κάτι σαν «το άγιο δισκοπότηρο της τζαζ»), Μπαντ Πάουελ, Λι Μόργκαν, Τζάκι ΜακΛιν, Τζον Κολτρέιν (άπαξ μεν, αλλά με το «Blue Train»), λίγος Ορνέτ Κόουλμαν ή Μάιλς Ντέιβις και πολλοί ακόμα, των οποίων το πνεύμα, έπρεπε, σύμφωνα με τη φιλοσοφία της εταιρείας, να αιχμαλωτιστεί στο βινύλιο. Αλλά και στο χαρτί: ακόμα και τα εξώφυλλα ήταν έργα τέχνης, με έντονη την επιρροή του Bauhaus ή του μοντερνισμού γενικά, με τη βοήθεια των φωτογραφίσεων του Βολφ, των σχεδιαστικών ικανοτήτων του «περιοδικατζή» Ράιντ Μάιλς ή των έκτακτων συμμετοχών του Γουόρχολ.

Σε αυτά είναι που δίνει έμφαση ο τόμος «Blue Note: Uncompromising Expression –75 years of the finest in Jazz» του Ρίτσαρντ Χέιβερς (εκδ. Thames & Hudson) και από τη μια καλά κάνει: η παράθεσή τους, όπως και των επιπλέον φωτογραφιών από τις ηχογραφήσεις ή τα διαλείμματά τους, με τη συνοδεία των κειμένων ενός συγγραφέα που γνωρίζει το αντικείμενό του, καλύπτει επαρκώς μεγάλο μέρος της ιστορίας, τόσο της εταιρείας όσο και της μουσικής που υπηρετεί. Ενας κάποιος ανεστίαστος ενθουσιασμός, όμως, μοιάζει να παραβλέπει πτυχές που οι λάτρεις της εταιρείας δεν κουράζονται να συζητούν. Μετά την απόσυρση του Λάιον, ας πούμε, στα μέσα του 1960 λόγω προβλημάτων υγείας, και τη συνακόλουθη πώληση της εταιρείας, τα επιτεύγματά της μειώθηκαν περισσότερο από το δικαιολογημένο –κι ας συνέβη κάτι παρόμοιο και στην ίδια την τζαζ. Στον 21ο αιώνα, επίσης, μπήκαν στις τάξεις της ονόματα όπως η Νόρα Τζόουνς, που όσο καλά κι αν ήταν δεν ικανοποιούσαν τους πάντες –και σίγουρα όχι τους «καθαρολόγους». Το σκοτεινότερο σημείο βέβαια ήταν τα ναρκωτικά που ορισμένοι μουσικοί της χρησιμοποιούσαν σαν καύσιμο. Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, στην περίπτωση της Blue Note όμως λέγεται, μάλλον ατεκμηρίωτα, ότι ο Λάιον έδειχνε κάτι παραπάνω από ανοχή.

Η επανάκαμψη. Μετά την ύφεση των 70s και των πρώιμων 80s, η εταιρεία επανέκαμψε με τον Μπρους Λάντβαλ στο τιμόνι. Πολλές ζωογόνες επανεκδόσεις έγιναν στη συνέχεια και στις μπομπίνες της άρχισε να καταγράφεται η μουσική των Στάνλεϊ Τζόρνταν, Ντον Πάλεν κ.ά. Μέχρι σήμερα, στο εκλεκτό ρόστερ της έχουν βρεθεί ονόματα όπως Ροζάν Κας, Αλ Γκριν, Νόρα Τζόουνς βεβαίως βεβαίως, η βραζιλιάνα σουπερστάρ Μαρίζα Μόντε, Ρόμπερτ Γκλάσπερ, Γκρέγκορι Πόρτερ ή ο Χοσέ Τζέιμς, ο οποίος φλερτάρει και με τη χιπ-χοπ. Υπεύθυνος για τη μετάβαση της Blue Note στη νέα της εποχή είναι από το 2012 ο Ντον Γουάς, η πορεία του οποίου αποτιμάται μέχρι στιγμής θετικά από τους γνώστες. «Σε αυτό το είδος μουσικής η αλλαγή είναι μέρος του DNA» δήλωνε πρόσφατα, συμπυκνώνοντας σχεδόν τη φιλοσοφία του. «Πρέπει να παίζεις διαφορετικά κάθε βράδυ, όχι να επαναλαμβάνεσαι. Οφείλεις διαρκώς να μετατοπίζεις τα όρια, αυτό λοιπόν πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε. Ποτέ δεν έχω αρνηθεί κάτι, επειδή είναι το λάθος μουσικό είδος. Εχω πει όχι σε μουσικές –σε πολλές μουσικές -, το είπα όμως επειδή δεν ένιωθα τίποτα όταν τις άκουγα».