Το τι λογοτεχνία μπορεί να γραφτεί σε καιρούς κρίσης δεν είναι δεδομένο. Τη δεκαετία του ’30, λ.χ., που χτυπήθηκε από το Κραχ του 1929 και που η Ελλάδα πτώχευσε (το 1932), γράφονταν πράγματα άσχετα με την κρίση που θα άφηναν ιστορία –ας θυμηθούμε μόνο τον Γιώργο Σεφέρη που δημοσίευσε τη «Στροφή» (1931) και τη «Στέρνα» (1932). Και τη δεκαετία του ’40 γράφτηκαν πολλά, πιο σχετικά βέβαια με την τότε επικαιρότητα –εδώ υπάρχει για όσους ενδιαφέρονται η έξοχη έρευνα της Αγγέλας Καστρινάκη «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950» (Πόλις).

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η κρίση του ’30 ήταν σε έναν βαθμό μέρος μιας κανονικότητας, ότι η ιστορία της Ελλάδας ήταν τότε μια ιστορία διαδοχής κρίσεων. Οπότε μόνο ένας πόλεμος θα μπορούσε να θεωρηθεί σοκαριστική διακοπή της κανονικότητας και όχι τόσο μια, έστω μεγάλη, οικονομική κρίση.

Στις ημέρες μας ωστόσο η κρίση βιώνεται από τους περισσότερους, όχι άδικα, ως μεγάλο σοκ. Και κανονικότητα, σύμφωνα με τη σύγχρονη κυβερνητική ορολογία, θα ήταν η σταθεροποίηση με τάσεις βελτίωσης –σε επίπεδα, πάντως, όχι πολύ φιλόδοξα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Η λογοτεχνία που γράφεται αυτή την εποχή φαίνεται να ακολουθεί γενικά τον παλμό της κοινωνίας. Πέρασε και αυτή από το στάδιο της αμηχανίας και του σοκ στο στάδιο του θυμού και μετά στη φάση ενός αναστοχασμού –λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένου. Κάποια βιβλία κατάφεραν έγκαιρα να ενσωματώσουν την κρίση ως φόντο –τέτοια είναι η περίπτωση του μυθιστορήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Το μυστικό της Ελλης» (Πατάκης). Στον αντίποδα τοποθετείται το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία» που μόλις κυκλοφόρησε (Εστία), αλλά σε μια πρώτη γραφή γράφτηκε την ίδια εποχή με το βιβλίο του Γρηγοριάδη (το 2012).

Εδώ η κρίση δεν είναι στο φόντο. Είναι πρωταγωνίστρια. Πρόκειται για βιβλίο γραμμένο στη φάση του θυμού, που λόγω όμως της καθυστερημένης έκδοσής του ενσωμάτωσε πιθανότατα περισσότερα αναστοχαστικά στοιχεία σε σχέση με την πρώτη του γραφή. Ούτως ή άλλως, όμως, εντυπωσιάζει και για άλλους λόγους. Ο βασικός είναι το κλίμα του: ο Μοδινός φτιάχνει μια ατμόσφαιρα ανάμεσα στο «Μπλέιντ Ράνερ» και τον «Δρόμο» του Κόραν ΜακΚάρθι. Περιγράφει μια Ελλάδα – έρημο λίγο μετά την κρίση. Μια Ελλάδα κατεστραμμένη, που τελεί υπό επιτροπεία και που της στέλνουν εφόδια εν μέσω επισιτιστικής κρίσης. Με το κέντρο της Αθήνας πλήρως εγκαταλελειμμένο, με συμμορίες, βόμβες στα τρένα, ανατιναγμένους σταθμούς της ΔΕΗ, δελτία στα τρόφιμα και τη βενζίνη. Ο πρωταγωνιστής παίρνει το αυτοκίνητό του, με το τελευταίο του πενηντάρικο βάζει βενζίνη, παίρνει την Αττική Οδό για να βγει στον αυτοκινητόδρομο για Κόρινθο, αποφασισμένος να φουντάρει στην Κακιά Σκάλα. Ακούει τον Cosmos FM και σκέφτεται φωναχτά. Κάθε έξοδος της Αττικής Οδού, κάθε έξοδος του αυτοκινητόδρομου και ένα κεφάλαιο. Ο αγαπημένος του γιος που είχε σταματήσει να του μιλάει, του στέλνει αναπάντεχα SMS. Και δίνουν ραντεβού στη Στυμφαλία που είναι η τελευταία ασφαλής έξοδος. Ο πρωταγωνιστής αυτός, που είναι μηχανικός περιβαλλοντολόγος, όπως και ο ίδιος ο Μοδινός, είναι λάβρος κατά των συμπολιτών του. «Τελικά, και τα έθνη αυτοκτονούν» σκέφτεται. Και σε έναν παραληρηματικό, όπως ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ομολογεί, μονόλογο μιλάει για λαό μετρίων. «Μέτριοι επιστήμονες και μηχανικοί, πανεπιστημιακοί και αγρότες, γιατροί και δικηγόροι, υδραυλικοί και ταξιτζήδες, τραπεζίτες και λογιστές. Πάνω απ’ όλα, μέτριοι πολιτικοί. Βλάκας λαός, αναιτίως εξυπνάκιας (…). Λαός που βγήκε μαζικά στους δρόμους για να παραδώσει την εξουσία σ’ έναν ακόμη γόνο της γνωστής οικογενείας με το επιχείρημα ότι έπαιζε με τις ώρες στο κομπιούτερ του και ότι ήξερε καλά αγγλικά».