«Ηταν ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από αγρότης, έγινε δικηγόρος, πολύ διαβασμένος και στην κρίσιμη στιγμή, όντας εκπρόσωπος σιδηροδρομικής εταιρείας, γίνεται μια απεργία και αποφασίζει… να πάει με τους εργάτες. Και εκεί αλλάζει όλη του η ζωή. Κι έγινε δικηγόρος εξαιρετικά λαοφιλής» λέει ο Σταμάτης Φασουλής για τον Κλάρενς Ντάροου. Μάλιστα, υπήρξε τόσο λαοφιλής που έγινε και… θεατρικός μονόλογος. «To έργο το είδα στο Old Vic, με τον Κέβιν Σπέισι –για να δω αυτόν, μιας και το έργο δεν το ήξερα, και εκστασιάστηκα. Ο Σπέισι ήταν υπέροχος βέβαια, αλλά αγάπησα και το έργο. Την ίδια μέρα, το εξασφαλίσαμε» συνεχίζει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης. «Είχα συναντήσει αυτό το πρόσωπο στο παρελθόν, στο «Σικάγο» –εκεί, στο πρωτότυπο κείμενο, όταν ο δικηγόρος πετάει το σακάκι του και ρίχνει τα μαλλιά του μπροστά, αναγράφεται πως «κάνει αυτά που έκανε ο Ντάροου». Ο άνθρωπος δηλαδή ήταν και πολύ φιγουρατζής. «Δεν δωροδοκεί τους ενόρκους –τους τρομοκρατεί!» έλεγαν».

Εσείς στον ρόλο των ενόρκων τοποθετείτε τους θεατές.

Ναι, η σκηνή εισχωρεί λίγο στην πλατεία και όταν απευθύνομαι στους ενόρκους, απευθύνομαι στο κοινό. Τους λέω, εσείς αποφασίζετε αν θα πάμε μπροστά ή πίσω. Το τονίζω λίγο περισσότερο εκφραστικά, όχι φραστικά –αλλά όσο περισσότερο μπορώ. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι για το μέλλον.

Εχει συναίσθημα ευθύνης ο έλληνας ψηφοφόρος;

Οχι πάντα. Ο,τι και να λέμε για τον Ελληνα, για να αρθεί λίγο πάνω από τη θέση του, θέλει κάτι υψηλό. Στα καθημερινά, είναι σχεδόν μίζερος, του φταίνε όλα. Οποτε όμως χρειάζεται να ορθώσει ανάστημα, το κάνει. Απλώς, μετά, τρώει τα λυσσακά του και τον αδελφό του ζωντανό!

Συντηρητικοί είμαστε;

Τι να σου πω. Εκεί που βλέπεις μια συντήρηση άνευ προηγουμένου, παρουσιάζεται ξαφνικά ένα προχώρημα που δεν το πιστεύεις. Και μετά, συναντάς ακριβώς το αντίθετο. Και απορείς. Είμαστε λοιπόν ένας αχταρμάς, πολλές φορές γοητευτικός, άλλες φορές απεχθής. «Είμεθα ένα κράμα εδώ» που έλεγε ο Καβάφης. «Είμεθα Ελληνες κ’ εμείς τι άλλο είμεθα;»

Αλήθεια, πώς και δεν σκηνοθετείτε;

Δεν μπορούσα να αναλάβω και τα δύο! Χρειαζόμουν τον Νίκο Χατζόπουλο –και ευτυχώς ανέλαβε αυτόν τον ρόλο. Πώς το έλεγε ο Ελύτης; «Η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο». Κι εγώ, έπειτα από χρόνια, συνειδητοποιώ πως θέλω να μάθω κάποια πράγματα από την αρχή. Οχι για να παραιτηθώ αλλά για να ξαναγεννηθώ.

Η κρίση σάς οδήγησε σ’ αυτή την απόφαση;

Ναι, ακριβώς αυτή. Αν δεν είχαμε περάσει αυτά που έχουμε περάσει τελευταία, αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν ξέρω αν θα το είχα κάνει.

Γιατί δεν κάνετε κινηματογράφο;

Ο,τι μου πρότειναν δεν μου άρεσε και ό,τι μου άρεσε δεν μου το πρότειναν. Ξέρετε, το σινεμά το αγάπησα όσο τίποτ’ άλλο. Δεν άντεχα αυτή τη μιζέρια που υπήρξε διάχυτη στη ζωή μου, στη μικροαστική ατμόσφαιρα του ’60 που με έπνιγε. Μόλις πετούσα τη σάκα στο τραπέζι, έτρεχα στο σινεμά και νόμιζα πως αυτή είναι η πραγματική ζωή. Σκεφτόμουν σαν ήρωάς του, κάτι που ενέχει μια πόζα και μια θυματοποίηση –αλλά από την άλλη, με βοήθησε στο να εξαγνίζω τις δύσκολες στιγμές μου: Μια αποτυχία στα μαθηματικά, για παράδειγμα, ήταν ένα πλάνο από τον «Κλέφτη ποδηλάτων»…

Εξω, η κριτική αγκαλιάζει το ελληνικό σινεμά.

Είδα τον «Κυνόδοντα». Είναι ένας κινηματογράφος εξαιρετικά άρτιος, στα όρια της καχυποψίας! Αλλά είναι πολύ κλειστός για μένα. Και η γενιά μου, αυτή την τάση την πρόλαβε τότε που γεννιόταν, κάτω από άλλα φώτα –και όχι πυροτεχνήματα. Εγώ το γνώρισα στο «Θεώρημα» του Παζολίνι: εμφανίζεται κάποιος, και γ… όλη την οικογένεια –αγιοποιώντας την υπηρέτρια! Αυτό το σινεμά λοιπόν το έχω δει. Σήμερα μου μοιάζει λίγο κατεψυγμένο. Δεν χάνει τις βιταμίνες του, αλλά η γεύση έχει ατονήσει. Αν ήμουν νέος θα ενθουσιαζόμουν.

Υπάρχει το άγχος του κατεψυγμένου προγράμματος επί σκηνής;

Δεν ξέρω να διατηρώ τη φρεσκάδα, ξέρω να την παράγω. Αλλά είναι και θέμα θεατή. Είναι θεατές που σε βοηθάνε να ξαναγεννηθείς και να τους αναγεννήσεις, και είναι και θεατές που είναι απαθείς και είσαι κι εσύ απαθής. Από τη μια λοιπόν υπάρχει η σχέση με το κοινό και από την άλλη η προετοιμασία του σκηνοθέτη –να σου «βγάλει» τη σκουριά. Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεχάσουμε αυτά που νομίζαμε πως ξέραμε. Δεν μπορούμε πια να τα κάνουμε όλα μόνοι μας –έχουμε και τον διπλανό μας ανάγκη, περισσότερο από ποτέ.

Και εδώ έρχεται, φαντάζομαι, η επιλογή του έργου…

Μα το έργο μιλάει για όλα αυτά, πέρα από κομματικές γραμμές. Είναι ένα έργο που θα αγκάλιαζε το ΚΚΕ αν κατέβαζε τα πανό! Ξέρεις, το οκτάωρο το οφείλουμε, κυρίως, στον Ντάροου. Αυτός το επέβαλε –με δίκη δικιά του, το 1894. Τότε στα ορυχεία δούλευαν δώδεκα ώρες την ημέρα, χωρίς καμία αργία! Και δες τι συμβαίνει σήμερα! Εγινε τόσος χαλασμός γι’ αυτή την κατάκτηση τότε και τώρα το καταργούμε τόσο σιωπηλά. Κοιτάζουμε τάχα τα ρολόγια μας και κάνουμε πως δεν συμβαίνει.