Διαβάζοντας κανείς την κριτική του Μ. Καραγάτση και την απάντηση του Γιάννη Τσαρούχη, εκπλήσσεται με την ηπιότητα της γραφής τους, γεγονός ασυνήθιστο και για τους δύο. Ο συνήθως οξύς και τσεκουράτος στις κρίσεις του δημιουργός του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» και ο εξίσου σαρκαστικός στις απόψεις του –έστω και αν έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του ότι «είναι αδυνάτου και συμβιβαστικού χαρακτήρα» –ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος Τσαρούχης, να συνδιαλέγονται με τόση εκφραστική κομψότητα!
Τελικά όμως εκείνος που θα εκπλησσόταν είναι γιατί δεν θα γνώριζε τη βαθιά εκτίμηση που συνέδεε τον Καραγάτση με τον Τσαρούχη, όσο και αν ο δεύτερος εκφραζόταν ανυπόκριτα θαυμαστικά –προφορικά και γραπτά –αλλά και τον έδενε βαθιά φιλία μαζί της, για τη γυναίκα του Καραγάτση, την επίσης σπουδαία και ως ζωγράφο και ως άνθρωπο Νίκη Καραγάτση. (Πρόκειται για τη μητέρα της πολυτάλαντης Μαρίνας Καραγάτση και για τη γιαγιά του εξαίρετου ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου. Τι οικογένεια αλήθεια!)
Να έρθουμε όμως στα ίδια τα γεγονότα. Ο Καραγάτσης ως γνωστόν (πολύ λιγότερο βέβαια γνωστό απ’ ό,τι η πεζογραφική του ιδιότητα) υπήρξε κριτικός θεάτρου στην εφημερίδα «Βραδυνή» από το 1946 ώς το 1960. Τον Δεκέμβρη λοιπόν του 1956, με αφορμή το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Κλυταιμνήστρα» στο Εθνικό Θέατρο, που είχε γράψει ο ποιητής Αλέξανδρος Μάτσας, ο Καραγάτσης δεν θα μασήσει τα λόγια του, που δεν τα μασούσε ποτέ άλλωστε. Θα γράψει λοιπόν για το ίδιο το έργο: «Στο αχνάρι που άφησε το πόδι των τριών μεγάλων τραγικών της αρχαιότητος, είναι πολύ επικίνδυνο να πατήσει οποιοσδήποτε μεταγενέστερος συνάδελφός τους. Εκτός αν βέβαια ερμηνεύσει τον μύθο κατά τρόπο διαμετρικώς αντίθετο από εκείνον του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και, επιπλέον, επιτύχει σ’ αυτό το παράτολμό του εγχείρημα. Ο Αλέξανδρος Μάτσας ακολούθησε αυτόν τον μόνον δικαιολογημένο δρόμο στην “Ιοκάστη” του, με την ερμηνεία ότι δεν ήταν η κατά Σοφοκλή ανεξερεύνητη “θεία βούλησις” που επέβαλλε την αιμομικτική ένωση του γιου με την μητέρα (Οιδίποδος και Ιοκάστης), αλλά οι κατά Σιγμούδον Φρόυντ σκοτεινές γενετήσιες παρορμήσεις». Αν για το έργο εκφράζεται ο Καραγάτσης συγκρατημένα θετικά, ακάθεκτα επικριτικός γίνεται για την παράστασή του, αφού «παράστασις τόσο κακή ώστε αν δεν είχα διαβάσει προηγουμένως το κείμενο του κ. Μάτσα θα αποκτούσα πολύ σφαλερή εντύπωση για την ποιότητά του –τόσο παραμορφωμένο “πέρασε τη ράμπα” για να έρθει στα αυτιά και την κατανόηση του θεατή». Για να ξαναμαζέψει πάλι τους τόνους ο Καραγάτσης και να κλείσει την κριτική του γράφοντας για το σκηνικό Γιάννη Τσαρούχη:
«Ο Γιάννης Τσαρούχης εσχεδίασε ένα σκηνικό υψηλού αισθητικού επιτεύγματος, καθαυτό αριστουργηματικό. Διερωτώμαι όμως γιατί μετεχειρίσθη ρυθμό (τον ιωνικό) που εδημιουργήθη πέντε αιώνες μετά την εποχή που ζούσαν οι Ατρείδαι. Βεβαίως, ο Γιάννης Τσαρούχης, καλλιτέχνης με εκτεταμένη ιστορική καλλιέργεια, είναι αδύνατον να έπεσε από άγνοια σε παρόμοιον μεταχρονικόν μαργαρίτην. Κάποιοι άλλοι λόγοι, οπωσδήποτε, θα του υπαγόρευσαν μιαν τέτοιαν ιστορικήν ανορθογραφίαν και νομίζω πως έχει χρέος να τους φέρει στη δημοσιότητα. Η τυχόν δικαιολογία ότι οι μεγάλοι ζωγράφοι της Αναγεννήσεως έπαιρναν ελευθερίες απέναντι στο ιστορικό πλαίσιο δεν ευσταθεί διότι οι εν λόγω ζωγράφοι ησέβουν προς την Ιστορίαν, καλή τη πίστει, νομίζοντας πως έτσι ήσαν τα πράγματα στις Μυκήνες του IB’ αιώνος π.Χ. Αν όμως εγνώριζαν το τι έφερε στο φως η σκαπάνη του Σλήμαν και του Ηβανς, αναμφιβόλως δεν θα έπεφταν σε παρόμοιες ανορθογραφίες οι ζωγράφοι της Αναγεννήσεως, έστω και για λόγους υπέρτατης αισθητικής. Ο σκηνογράφος υποτάσσει την αισθητική του στην αλήθεια κι όχι την αλήθεια στις αισθητικές του ικανότητες».
Πέντε μέρες μετά την κριτική του Καραγάτση, ακολούθησε στη «Βραδυνή» η δημοσίευση της επιστολής του Γιάννη Τσαρούχη:
«Αγαπητέ Καραγάτση,
Σπεύδω ν’ απαντήσω εις την ιστορικήν απορίαν σου για τα σκηνικά της “Κλυταιμνήστρας”, αλλά απορώ με την σειρά μου και εγώ πώς ένας τόσο λεπτός γνώστης των ιστορικών υποδιαιρέσεων όσον εσύ δεν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται. Το έργο του Αλεξάνδρου Μάτσα δεν φιλοδοξεί, όπως τα έργα της εποχής τού “Κβο Βάντις”, να αναπαραστήσει την εποχή επί τη βάσει των τελευταίων αρχαιολογικών ανασκαφών, ούτε θέλει να μάς δώσει επί σκηνής εμψυχωμένες εικόνες τού Αλμα Ταντέμα. Η γενεαλογία της “Κλυταιμνήστρας” πρέπει να αναζητηθεί πολύ περισσότερο εις τα έργα εκείνα που παραδέχθηκαν θεληματικά την παραμόρφωσιν των εποχών, κατά το υψηλό υπόδειγμα τού 16ου και 17ου αιώνος, το οποίο δεν οφείλεται, όπως νομίζεις, απλώς εις την άγνοια της αρχαιολογίας, όσον εις τον σεβασμόν του ρυθμού της εποχής των. Ενας Κοκτώ ή ένας Ζιρωντού δημιουργούν για την εποχή μας μια καινούρια αρχαιότητα, ανάλογη με αυτή που είχαν δημιουργήσει ποιηταί, μουσικοί και σκηνογράφοι στην εποχή της Αναγεννήσεως. Τα πρόσωπά τους, είτε είναι Ατρείδες είτε είναι Λαβδακίδες, δεν κατάγονται κατευθείαν από την Ελλάδα, αλλά πολύ περισσότερο από την μυθώδη χώρα πού δημιούργησαν οι Μπρουρνατσίνι, οι Πιρανέλι και οι Μπιμπιένα, για να κατοικούν οι αναγεννηθέντες ήρωες τις αρχαιότητος. (Από την χώρα αυτή άλλωστε απέδρασαν ο εθνικός μας ήρως Ερωτόκριτος, καθώς και η Αρετούσα και η Ερωφίλη.) Συμφώνως μ’ αυτά, η Κλυταιμνήστρα του Μάτσα, όπως συμπεραίνεται από το κείμενο του έργου και όχι από την μελέτη των Κυπρίων ή άλλων επών, πρέπει να κατοικεί σε μια νεοκλασική έπαυλη της Αττικής. Μια έπαυλη με κυμάτια αντιγραμμένα από το Ερεχθείον ή την Πύλη τού Αδριανού ή το μνημείον του Λυσικράτους, κτισμένη από τον ΕρνέστοΤσίλερ ή κανέναν Ελληνα μαθητή του της εποχής εκείνης, όπου οι Ελληνες ποιηταί θέλησαν να αποτελειώσουν την διακοπείσα από τους Τούρκους τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση. Οπως οι νεοκλασικοί σύγχρονοι Γάλλοι καλύπτουν με την αρχαιοπρέπεια του 17ου αιώνος τα έργα τους, έτσι και ο Μάτσας εξέλεξε την αρχαιοπρέπεια του 19ου αιώνος της Ελλάδος, για να μετριάσει την υπέρμετρη ερωτοληψία της ηρωίδος του. Αντί να μελετήσω τα συγγράμματα του Σλήμαν περί Μυκηνών, μελέτησα μάλλον το ίδιο του το σπίτι, το “Ιλίου Μέλαθρον”, του οποίου μερικές λεπτομέρειες μετέφερα αυτούσιες στα σκηνικά μου.
Η πρόοδος της ιστορικής επιστήμης, εις την εποχή μας, αντί να μας οδηγεί σε πληρέστερες αρχαιολογικές αναπαραστάσεις (προνόμιο εποχών σχετικών αμαθών), μας αναγκάζει να δεχθούμε νέες λύσεις διαφορετικές από αυτές του 19ου αιώνος αλλά απολύτως δικαιολογημένες ιστορικώς.
Φιλικότατα, Γιάννης Τσαρούχης».