Ενα κατασκοπικό και πολιτικό μυθιστόρημα από τον γηραιό λέοντα του είδους που γράφει για το κυνήγι της τρομοκρατίας σήμερα.

Ο Τζον λε Καρέ είναι ογδόντα τριών ετών. Με σπουδές στα Πανεπιστήμια της Βέρνης και της Οξφόρδης, δίδαξε στο περιζήτητο Ιτον, ιδιωτικό σχολείο που εκπαιδεύει μέχρι σήμερα την πολιτική ελίτ της Βρετανίας. Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υπηρέτησε, για μικρό χρονικό διάστημα, στη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τα όσα είδε και έζησε εκεί αποτέλεσαν ισχυρό συγγραφικό καύσιμο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια ο Λε Καρέ ζει από τα βιβλία του: είναι ο πλέον ευπώλητος συγγραφέας κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων. Με ισχυρή αφηγηματική ικανότητα και λεπταίσθητη γλώσσα.

Το μυθιστόρημα «Ο Νο 1 καταζητούμενος» κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σχεδόν ταυτόχρονα με την ομώνυμη ταινία του Αντον Κόρμπιν. Εκεί έχουμε και την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του ταλαντούχου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, πριν από τον πολυσυζητημένο θάνατό του από κοκτέιλ ναρκωτικών. Η ταινία διακρίνεται για την εξαιρετική επιλογή ηθοποιών, τον γρήγορο ρυθμό της και την προσεκτικά μονταρισμένη αφήγηση. Ομως το βιβλίο του Λε Καρέ έχει μεγαλύτερο βάθος: οι ήρωές του είναι χαρακτήρες με σάρκα και οστά, η πρόζα του κεντημένη, το ύφος ανεβοκατεβαίνει επίπεδα και αποδίδει τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ιστορία. Ο Λε Καρέ είναι μετρ της λεπτομέρειας. Ξέρει να κάνει μια ατάκα να εντυπώνεται και να αποδίδει, με ελάχιστες λέξεις, την ιδεολογία του ανθρώπου που την εκφωνεί. Γνωρίζει την υψηλή σημασία των μικρών κινήσεων. Κι ακόμα: ξέρει να θέτει τα μεγάλα ηθικά ζητήματα του θέματός του, χωρίς να ηθικολογεί.

Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή: βρισκόμαστε μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ενας νεαρός Ρώσος, ο Ισα, φτάνει στο Αμβούργο. Φορά ένα μακρύ μαύρο παλτό «που θα χωρούσε τρεις μάγους». Είναι ευσεβής μουσουλμάνος –ή έτσι λέει. Μιλά σαν ρώσος ευγενής του 19ου αιώνα. Το σώμα του μαρτυρά ότι βασανίστηκε έως απογνώσεως. Στον λαιμό του κρύβεται ένα πουγκί, που περιέχει ένα γράμμα σε κυριλλική γραφή, χρήματα και ένα κλειδί. Είναι ο δικαιούχος ενός παλιού και ματωμένου τραπεζικού λογαριασμού. Το έχει σκάσει από τις τουρκικές και τις ρωσικές φυλακές. Τον καταζητούν.

Η Αναμπελ, μια ωραία, νέα και ιδεαλίστρια δικηγόρος, αποφασίζει να σώσει τον Ισα από την απέλαση. Αυτό γίνεται η εμμονή και η προτεραιότητά της. Ο Ισα τη γοητεύει. Η Αναμπελ πιστεύει και μάχεται για το καλό. Εδώ εμφανίζεται στην ιστορία μας ο Τόνι Μπρου. Ενας ώριμος τραπεζίτης. Εχει κληρονομήσει μια τράπεζα από τον πατέρα του, αξιωματικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που δεν παρέβη ποτέ τους κανόνες. Μόνο που στο τέλος της ζωής του τους παρέβη όλους μαζί.

Ο Ισα, η Αναμπελ και ο Μπρου συγκροτούν μια απρόσμενη και εν πολλοίς ανίερη συμμαχία. Στο μεταξύ, κατάσκοποι της Γερμανίας, της Αγγλίας και της Αμερικής χώνουν τη μύτη τους στην ιστορία. Ο Ισα γίνεται ο Νο 1 καταζητούμενος σε ένα παιχνίδι που τα δεδομένα του αλλάζουν κάθε στιγμή.

Καθώς η πλοκή υφαίνεται, οι πικρές αλήθειες παίρνουν το πάνω χέρι. «Στη Νομική μιλούσαμε πολύ για την προτεραιότητα του νόμου έναντι της ζωής» αναφέρει κάποια στιγμή η Αναμπελ. «Είναι μια διαπιστωμένη αλήθεια της γερμανικής μας ιστορίας: ο νόμος δεν προστατεύει τη ζωή, αλλά την κακοποιεί. Το κάναμε στους Εβραίους. Με τη σημερινή, αμερικανική μορφή του ο νόμος επιτρέπει τα βασανιστήρια και τις κρατικές απαγωγές». Νωρίτερα, ο νυσταγμένος Ισα συμβουλεύει τον Μελίκ που τον φιλοξενεί: «Ποτέ μην ομολογείς, φίλε μου. Αν ομολογήσεις, θα σε κρατήσουν εκεί για πάντα». Ο Λε Καρέ γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα την τρομοκρατία των κρατών (και των υπηρεσιών) που έχουν αναλάβει να μας προστατέψουν. Το συγγραφικό του κατόρθωμα είναι σημαντικό: ενώ είναι συγγραφέας συγκεκριμένου είδους, καταφέρνει να το υπερβεί και να αποτυπώσει με ενάργεια, που τσακίζει κόκαλα, τη λειτουργία του αντιτρομοκρατικού μηχανισμού, ο οποίος δεν αναγνωρίζει ανθρώπινα δικαιώματα και κατασκευάζει αλήθειες. Μέσα σε ένα τέτοιο καφκικό περιβάλλον, η πολιτική βαρβαρότητα δείχνει τα δόντια της. Η περίφημη «κατ’ εξαίρεση παράδοση» επιδεικνύει χωρίς αιδώ αυτό που πράγματι είναι.

Κι όταν διατυπώνεται το ερώτημα «Για ποια δικαιοσύνη μιλάς;», η απάντηση του πράκτορα είναι αμείλικτη:

«Την αμερικανική δικαιοσύνη, μ@λ@κα. Ποια νόμισες; Αμεση δικαιοσύνη, μεγάλε. Οχι της πλάκας, πραγματική δικαιοσύνη. Χωρίς μ@λ@κες δικηγόρους που τα φέρνουν όλα στα μέτρα τους. Δεν έχεις ακούσει ποτέ για την κατ’ εξαίρεση παράδοση; Καιρός ήταν εσείς οι Γερμαναράδες να μάθετε κάτι σχετικά. Τι έγινε, κατάπιες τη γλώσσα σου; (…) Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, Γκίντερ. Η δικαιοσύνη τιμωρεί, γαμώ το μου, κατάλαβες; Ο Αμπντουλάχ σκότωνε Αμερικανούς. Αυτό είναι που λέμε προπατορικό αμάρτημα».

Στο μυθιστόρημα του Λε Καρέ η μηχανή είναι στημένη. «Αθώοι ή ένοχοι, οι άνθρωποι αποδεικνύονται πιόνια, δεν ξεφεύγει κανείς. Οπως και στη ζωή, έτσι κι εδώ, η δικαιοσύνη δεν έχει το πάνω χέρι. Το κακό ξέρει να κάνει κουμάντο. Πάντα».