Είναι γνωστό ότι ήδη, από νεαρή ηλικία, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ διάβαζε φανατικά λογοτεχνία και γνώριζε άριστα τους κλασικούς συγγραφείς, αρχαίους και νεότερους. Και ανέτρεχε σε λογοτεχνικά κείμενα, άλλοτε για να στηρίξει τις θεωρίες και τις εμμονές του και άλλοτε από ενδιαφέρον να αναδείξει τις αντιστοιχίες ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τη λογοτεχνία. Βεβαίως, το ενδιαφέρον του ανθρώπου που άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αντιμετωπίζουμε σήμερα τις ψυχικές ασθένειες, δεν ήταν αισθητικό αλλά ψυχολογικό. Με τις αναλύσεις του ήθελε να αναδείξει την ψυχολογική πλευρά των χαρακτήρων της λογοτεχνίας και όχι να κάνει λογοτεχνική κριτική. «Συχνά αντιμετώπιζε τους μυθιστορηματικούς ήρωες ακολουθώντας τα ίδια ακριβώς ερμηνευτικά πρότυπα που χρησιμοποιούσε και στους ασθενείς του, γεγονός που ήταν επόμενο να προκαλέσει ανάμεικτες αντιδράσεις σε πολλούς από τους συγγραφείς της εποχής του» αναφέρουν στον πρόλογό τους οι μεταφραστές του έργου «Ο Ντοστογέφσκι και η πατροκτονία», Γιάννης Καλιφατίδης και Ηλιάνα Αγγελή. Η στάση των Ούγκο φον Χόφμανσταλ και Ράινερ Μαρία Ρίλκε, για παράδειγμα, απέναντι στην ψυχανάλυση ήταν αμφιθυμική. Αντίθετα ο Τόμας Μαν είχε δηλώσει ότι τουλάχιστον ένα από τα έργα του, «Ο θάνατος στη Βενετία», «γράφτηκε υπό την άμεση επίδραση του Φρόιντ», ο Στέφαν Τσβάιχ και ο Χέρμαν Εσε υπήρξαν επίσης υποστηρικτές της ψυχανάλυσης σε αντίθεση με τον Ρόμπερτ Μιούζιλ, ο οποίος την έβλεπε ως «μια σκοτεινή ανταγωνιστική δύναμη που απειλεί να εκτοπίσει τη λογοτεχνία». Ομως ο Φρόιντ δεν είχε τέτοια πρόθεση. Με τρόπο διεισδυτικό και πρωτότυπο ανέλυσε κλασικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, συσχετίζοντας τη δράση και τη συμπεριφορά των ηρώων τους με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του. Στο δοκίμιο «Ο Ντοστογέφσκι και η πατροκτονία» που δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο, επιχειρεί να αναλύσει τον μεγάλο ρώσο συγγραφέα και να προσεγγίσει ερμηνευτικά το κορυφαίο του μυθιστόρημα «Αδερφοί Καραμάζοφ». Στον τόμο περιέχονται άλλα τέσσερα κείμενα –σημείο αναφοράς στο έργο του που γράφτηκαν κατά τη δεκαετία του 1910, με εξαίρεση το πρώιμο «Ψυχοπαθείς χαρακτήρες επί σκηνής» που γράφτηκε μεταξύ 1905 και 1906, αλλά εκδόθηκε μετά θάνατον. Στα δοκίμια «Το εφήμερο», «Ορισμένοι χαρακτήρες ιδωμένοι μέσα από την ψυχαναλυτική εργασία» και «Μια παιδική ανάμνηση από την αυτοβιογραφία του Γκαίτε», ο Φρόιντ καταπιάνεται με διάφορες πτυχές της ψυχανάλυσης και προσφέρει ένα σπάνιο ψυχογράφημα ιστορικών χαρακτήρων αλλά και μια de profundis ανάλυση κλασικών θεατρικών έργων, όπως ο «Μάκβεθ», ο «Ριχάρδος Γ’» και ο «Αμλετ» του Σαίξπηρ, το «Ρόσμερσχολμ» του Ιψεν, η «Εμίλια Γκαλότι» του Λέσινγκ, καθώς και ο «Αίας» και ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή.