Για τέσσερα χρόνια μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Σήμερα είναι Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας στο Queen Mary University του Λονδίνου με πεδία έρευνας την ιστορία του φεμινισμού, τον Διαφωτισμό, την υποκειμενική διάσταση των ιστορικών αλλαγών. Στο νέο της βιβλίο συνδύασε την προσωπική της περιπέτεια ψυχασθένειας με την πρόσφατη ιστορία της ψυχικής υγείας στη Βρετανία.

Τι ωθεί μια καθηγήτρια Ιστορίας στο Queen Mary University του Λονδίνου να γράψει ένα «υβριδικό» βιβλίο, μεταξύ αυτοβιογραφίας και Ιστορίας, με θέμα την τρέλα; Η καναδή ιστορικός Μπάρμπαρα Τέιλορ, που ζει και διδάσκει από χρόνια στη Βρετανία, θέλησε να δώσει φωνή σε όσους, όπως η ίδια, αντιμετώπισαν ή αντιμετωπίζουν ζητήματα ψυχικής υγείας. Το βιβλίο της με τίτλο «The Last Asylum: A Μemoir of Madness in our Times» (εκδ. Penguin), κυκλοφόρησε στις αρχές του έτους, με μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Στην Αθήνα, όπου τη συναντήσαμε στο πλαίσιο του προγράμματος δημιουργικής γραφής που συνδιοργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο με το βρετανικό πανεπιστήμιο Κίνγκστον, η συγγραφέας μίλησε για το εγχείρημά της. Αποδεικνύοντας πόσο άδικος είναι ο κοινός τόπος που θέλει τους Καναδούς «συμπαθείς αλλά βαρετούς».

Ποια στάθηκε η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου;

Η ψυχική μου κατάρρευση. Κατέρρευσα ψυχικά λίγο πριν κλείσω τα 30, όταν εκπονούσα τη διδακτορική μου διατριβή και είχα μόλις εξασφαλίσει την πρώτη μου δουλειά ως καθηγήτρια. Αρχισα ψυχανάλυση που διήρκεσε είκοσι ενάμισι χρόνια. Τα πρώτα εννέα χρόνια ήταν σαν πόλεμος ανάμεσα σε ένα κομμάτι του εαυτού μου που ήθελε να αυτοκτονήσει και τον ψυχαναλυτή μου που με απέτρεπε. Η ασθένειά μου δεν οριζόταν κλινικά ως ψύχωση. Με βάση τους ψυχαναλυτικούς όρους, έπασχα από σοβαρή συναισθηματική διαταραχή.

Η σχέση αναλυομένου και ψυχαναλυτή δεν είναι πάντα η ευκολότερη. Πώς ήταν η δική σας;

Πέρασε μια πολύ σοβαρή κρίση. Οταν αυτή ξεπεράστηκε, άρχισε η διαδικασία της ανάκαμψής μου. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό ήμουν κατά διαστήματα απολύτως εξαρτημένη από τον ψυχαναλυτή μου, ήταν ο Θεός αλλά και ο διάβολός μου, ήταν φορές που τον μισούσα. Ο ψυχαναλυτής μου ήταν πολύ ικανός άνθρωπος αλλά και πολύ σκληρός.

Πόσο καθοριστική ήταν για σας η πρώτη δεκαετία της ψυχανάλυσης που πραγματεύεστε στο βιβλίο;

Διακατεχόμουν από όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που με διέλυαν, δεν μπορούσα να εργαστώ, δεν μπορούσα να ζω μόνη μου, έχασα το σπίτι μου και κατέληξα σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Για σχεδόν τέσσερα χρόνια βρέθηκα σε ψυχιατρεία, είτε για βραχεία –ημερήσια –νοσηλεία είτε για μεγαλύτερα διαστήματα. Στο βιβλίο επιχειρώ μια αναδρομή στο σύστημα ψυχικής υγείας στη Βρετανία και στον δυτικό κόσμο γενικότερα. Γιατί ως ασθενής έζησα την αλλαγή στο σύστημα ψυχικής υγείας, όπου η θεραπεία πέρασε από τα ψυχιατρικά νοσοκομεία στην «παροχή ψυχιατρικής φροντίδας στην κοινότητα» (εκτός νοσοκομείου). Το καλοκαίρι του 1990 ήταν το σημείο καμπής για μένα στην ψυχανάλυση. Τότε τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς. Τρία χρόνια αργότερα βρήκα την πρώτη μου δουλειά ως καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο, προχώρησα στη ζωή μου, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα.

Πώς είναι σήμερα ο τομέας της ψυχικής υγείας στον αγγλοσαξονικό κόσμο; Γνωρίζετε την κατάσταση στην Ελλάδα;

Καταλαβαίνω ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είναι πολύ χειρότερα από ό,τι στη Βρετανία, όπου επίσης είναι άσχημα. Στη Βρετανία τα ψυχιατρικά νοσοκομεία έκλεισαν εξαιτίας της συμμαχίας ανάμεσα στη βρετανική Δεξιά, πριν ακόμη από τη Δεξιά της Θάτσερ, που υποστήριζε ότι τα ψυχιατρεία είχαν πλέον ολοκληρώσει έργο τους, και στο κίνημα εναντίον της ψυχιατρικής που εξέφραζε περίπου τις ίδιες ιδέες. Σε αυτό συνέβαλαν και οι δημοσιογράφοι που ερευνούσαν τα ψυχιατρεία και κατέγραφαν όσα σκανδαλώδη συνέβαιναν σε αυτά. Τα νοσοκομεία όμως είναι πολύ πιο σύνθετη ιστορία. Ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημειώθηκαν σημαντικές πρόοδοι στον τομέα της ψυχικής υγείας στη Βρετανία. Και όταν η πρόοδος άρχισε να φαίνεται το σύστημα άλλαξε. Στο όνομα της μετάβασης της φροντίδας των ψυχικά ασθενών από τα ψυχιατρεία στη «θεραπεία στο πλαίσιο της κοινότητας» έκλεισαν όλα τα νοσοκομεία.

Σε ποιο ίδρυμα νοσηλευτήκατε;

Στη βικτωριανή εποχή το ίδρυμα αυτό γνωστό και ως άσυλο Κόλνι Χατς, ήταν το πιο διάσημο φρενοκομείο. Ενα τεράστιο νοσοκομείο με 3.000 ανθρώπους. Οταν βρέθηκα εκεί, λίγο πριν κλείσει, οι ασθενείς ήταν πολύ λιγότεροι. Ηταν ένα τεράστιο κτίσμα, σαν να είχε βγει από ταινία εποχής, του οποίου η συντήρηση κόστιζε πολύ. Κάποιοι πίστευαν ότι αν έκλειναν τα νοσοκομεία θα εξασφαλίζονταν φθηνότερες υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Σήμερα όμως στις ΗΠΑ το μεγαλύτερο κομμάτι της δημόσιας ψυχικής υγείας έχουν αναλάβει οι αντίστοιχες μονάδες στις φυλακές. Στη Βρετανία, επίσης, πολλοί ψυχικά ασθενείς βρίσκονται στη φυλακή, το σύστημα έχει διαλυθεί, ασφαλώς και λόγω των περικοπών στη δημόσια Υγεία.

Ακολουθήσατε και φαρμακευτική αγωγή;

Οταν συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι βοήθεια έπινα ήδη πολύ αλκοόλ και έπαιρνα χάπια, όχι όμως ναρκωτικά. Η ψυχίατρος στο Κόλνι Χατς κατάφερε να τα θέσω όλα αυτά υπό έλεγχο και στο τέλος να τα σταματήσω. Η αντιμετώπισή της ήταν εξαιρετική και δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι με τιμωρεί. Το ζήτημα είναι ότι η δημόσια ψυχική υγεία είναι ένα πολύ ευαίσθητο πεδίο για την άσκηση πολιτικής. Τα ψυχικά νοσήματα εξακολουθούν να αποτελούν ταμπού. Δεν είναι όπως οι υπόλοιπες ασθένειες του σώματος, ακόμη και οι πολύ σοβαρές όπως ο καρκίνος. Οι άνθρωποι φοβούνται πολύ την τρέλα, φοβούνται για τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό στο βιβλίο σας;

Εξαιρετικά. Το σημαντικότερο και το πιο συγκινητικό είναι ότι νιώθω πως το βιβλίο λειτούργησε ως ένα παράθυρο για ανθρώπους που αντιμετώπισαν ανάλογα προβλήματα. Στη συγγραφή με βοήθησε το αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Running in the Family» του Μάικλ Οντάατζε (ο πολυβραβευμένος καναδός συγγραφέας του «Αγγλου ασθενούς»). Αλλά και τα 13 τετράδια των ημερολογίων που είχα κρατήσει. Οταν γράφεις την προσωπική σου ιστορία και την εντάσεις, σε ένα γενικότερο ιστορικό πλαίσιο συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι κάτι εξαιρετικό.